Αν κάτσεις και σκεφτείς όλους τους “ωραίους” του ελληνικού κινηματογράφου των εποχών που πέρασαν, θα οδηγηθείς σχεδόν με ακρίβεια, σ’ ένα κλασικό, πασίγνωστο και, κατά την ταπεινή μου άποψη, όχι τόσο δύσκολο δίλημμα. Όμως, πριν απ’ αυτό, ας ρίξουμε μια ματιά στον ανταγωνισμό.

Οι ασπρόμαυρες (κι οι πρώτες έγχρωμες) μέρες του ντόπιου σινεμά, είχαν μεγάλη γκάμα από ζεν πρεμιέ. Υπήρχαν ποπ, σαν και τον Παπαμιχαήλ, που αδίκησαν την καριέρα τους για να βρεθούν στα φώτα. Υπήρχαν κι άλλοι, που ίσως δεν βρέθηκαν στα φώτα όσο θα μπορούσαν, όπως ο Λάκης Κομνηνός. Υπήρχαν οι “σκληροί”, όπως ο Φούντας, κι οι “θεατρικοί” όπως ο Χορν. Μα στην πραγματικότητα, όταν μιλάς για τους “ωραίους” του σινεμά που πέρασε, μιλάς για δύο ονόματα. Κούρκουλος ή…

…Αλεξανδράκης!

Όπως έγραψα και στην αρχή λοιπόν, για μένα το δίλημμα είν’ εύκολο ν’ απαντηθεί. Όχι μόνο για λόγους κινηματογραφικούς (καλύτερος ηθοποιός ο Αλεξαντράκης), αλλά κυρίως γιατί ο Αλέκος ήταν ο μόνος Έλληνας που είχε όλο το πακέτο. Το νέο πακέτο. Το πακέτο που στο παγκόσμιο σινεμά, ήρθε για να σταθεί απέναντι στη νουάρ σκληράδα της δεκαετία του ’50. Ήταν ωραίος άντρας, ωραίος τύπος, ηθοποιός μεγάλης γκάμας και με αέρα ευρωπαϊκό. Και εξηγούμαι.

Τον θυμάσαι σαν ερωτοχτυπημένο πλεϊμπόι, στο “Δεσποινίς Διευθυντής”. Ήταν ωστόσο κι ο κακομοίρης που ‘φαγε τη χυλόπιτα της “Στέλλας”. Ο απλησίαστος καλλιτέχνης που η Βουγιουκλάκη τον πλησίασε μ’ ένα μάτσο ψέματα στην “Ψεύτρα”, ο σύζυγος που πάλευε να πιστέψει ένα μάτσο απίστευτες αλήθειες στη “Σοφερίνα”, κι εκείνος που κράτησε τα λουριά μιας “Τρελής… Τρελής Οικογένειας” με γυναίκα την Καρέζη και πεθερά την “Πασταφλώρα”. Ήταν ο πατριός που προσπάθησε να διαφθείρει την κόρη του (Ζωή Λάσκαρη) στον “Ίλιγγο”, μα κι ο πατριός που έπεσε θύμα μιας κόρης “λολίτας” (Ζωή Λάσκαρη!) στα “Δάκρυα για την Ηλέκτρα”. Η γκάμα του ήταν πλήρης, κι ωστόσο η πραγματική του προσφορά ήταν πως…

…Ο Αλεξανδράκης είχε όλα όσα θαυμάζει κανείς στους ζεν πρεμιέ του σύγχρονου σινεμά!

O,τι κι ο Μαστρογιάννι για την Ιταλία. Ο,τι κι ο Κάρι Γκραντ για την Αμερική. Ένας τύπος που, απέναντι στο πρότυπο του μάτσο άντρα, του λιγομίλιτου, του βαρύ, του άκαμπτου, του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, του Κλιντ Ίστγουντ ή του Φούντα και του Κούρκουλου, έρχεται να προβάλλει ένα άλλο πρότυπο. Ενός κοσμοπολίτη, μποέμ, ανοιχτού άντρα, που δεν φοβάται να γελάσει, να χορέψει, να διασκεδάσει και να ‘ναι διασκεδαστικός. Ενός τύπου που δεν έχει μόνιμα τις μαύρες του, κι η γοητεία του ζει μες στη δραστηριότητα, την ευφυΐα και την ατάκα, περισσότερο απ’ όσο μέσα στο μυστήριο. Ενός τύπου πιο ανθρώπινου (και παράλληλα στυλιζαρισμένου), απ’ τον οποίο γεννήθηκε το κινηματογραφικό μοτίβο του Τζέιμς Μποντ και του Ιντιάνα Τζόουνς. Αυτό λοιπόν το πρότυπο, για μας, ήταν ο Αλέκος.

Όπως κατάλαβες δεν θ’ αναφερθώ άλλο (και συγγνώμη γι’ αυτό) στην τεράστια κινηματογραφική προσφορά του Αλεξανδράκη για το δικό μας σινεμά, κι ούτε στην πολιτικοκοινωνική σκηνοθεσία που μας χάρισε μια απ’ τις πιο σημαντικές ελληνικές ταινίες όλων των εποχών (τη “Συνοικία το Όνειρο” που πετσοκόφτηκε απ’ τη λογοκρισία της εποχής). Και δεν θα μπω, γιατί ο Αλεξανδράκης σηκώνει μια συζήτηση πολύ σημαντικότερη απ’ αυτά τα τόσο σινεφίλ σημαντικά. Σηκώνει μια…

…συζήτηση κοινωνιολογική, μια συζήτηση “αντρικών προτύπων”.

Βλέπεις, αυτός ο τύπος ζεν πρεμιέ που τόσο τέλεια υπηρέτησε ο Αλέκος, έχει μια σημασία που περνάει το πανί. Μια σημασία που ίσως τότε δεν ήταν και τόσο συνειδητή, μα δεν έπαυε να είναι τεράστια. Η σημασία δηλαδή να υπάρχει ως κινηματογραφικό πρότυπο γοητείας και συμπεριφοράς, ένας άντρας που δεν θα αντλεί όλη τη σαγήνη του απ’ την αδιαφορία, τη σκληρότητα, την ικανότητά του να “ρίξει και καμία”. Ένα πρότυπο που δίνει τη δυνατότητα σε ανθρώπους που βλέπουν στην οθόνη “ήρωες”, να ταυτίζονται (με) ή να ερωτεύονται ήρωες που έχουν περισσότερο αέρα απ’ ο,τι βαρυμαγκιά, περισσότερη φρεσκάδα από σκληρότητα, περισσότερη ιντριγκαδόρικη ατάκα από χτύπημα της γροθιάς στο τραπέζι. Με ήρωες δηλαδή που (στο πλαίσιο της σεναριακής υπερβολής, πάντα, αλλά) είναι περισσότερο άνθρωποι.

Ο κινηματογράφος λοιπόν, πρότεινε ένα νέο τύπο άντρα, σ’ έναν κόσμο που δεν είναι μονάχα “μοιραίες γυναίκες” και ζόρικες καταστάσεις. Κι αυτός ο τύπος σέβεται, αντιμετωπίζει τη γυναίκα ως ίση, δεν ζει μόνιμα σ’ ένα δράμα, δεν έχει κατ’ ανάγκη δαίμονες, μπορεί να γοητεύει χωρίς να καταστρέφεται και χωρίς να καταστρέφει. Αυτό τον τύπο λοιπόν, στην Ελλάδα τον έχτισαν κι άλλοι. Όμως καλύτερα απ’ όλους, τον έχτισε ο Αλεξανδράκης.

Αλέκο, σ’ ευχαριστούμε!