Μια φορά κι έναν καιρό, στο Χόλιγουντ του 1969…
Κάθε που ο Ταραντίνο λέει “καινούρια ταινία”, ξέρεις τι να περιμένεις: Στυλιζάρισμα. Μουσικάρα (από “surf” ως κλασική ροκ). Βραδύκαυστη φλυαρία για να χτίσει ένταση. Μπαμ! Αίμα. Πόδια. Χαρακτήρες. Όταν ανακοίνωσε λοιπόν την 9η ταινία του, κι αναφέρθηκαν μες στην ιστορία δύο ονόματα: Σάρον Τέιτ και Μάνσον Φάμιλι, κάπου το πράγμα μύριζε μπαρούτι. Κι όχι με την καλή, εκρηκτική, ταραντίνικη έννοια…
Η πιο μαύρη σελίδα στα κιτάπια του Χόλιγουντ. Η πιο άγρια δολοφονία στα χρονικά του κόκκινου χαλιού. Η τραγωδία που σημάδεψε για πάντα τον Πολάνσκι και θα στοιχειώνει τη λαμπερή χαρά του χολιγουντιανού lifestyle όσο υπάρχουν φώτα να τη φωτίζουν. Μπορεί λοιπόν ένα τέτοιο γεγονός να χωρέσει ανώδυνα στο σύμπαν ενός δημιουργού τόσο χαρακτηριστικά ποπ, με τόσο μεγάλη (ευτυχώς) αλλεργία στο βαρύ δράμα; Δεν ήθελα να πω: “όχι”, γιατί έχω μάθει πια ποτέ να μην υποτιμώ αυτό τον τύπο. Δεν μπορούσα να πω: “ναι”, γιατί στο δικό μου μυαλό έμοιαζε αδύνατο. Και τελικά…
…το “Once Upon a Time in… Hollywood” ήρθε να μου θυμίσει πως, στον κόσμο του Κουέντιν, ΟΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ!
Όμως ας πάρουμε την (έτσι κι αλλιώς πολύ φλου) ιστορία απ’ την αρχή.
Fade in: Ρικ Ντάλτον (Ντικάπριο, σ’ έναν απ’ τους λίγους ρόλους της καριέρας του που πέρα από ταλέντο επιδεικνύει και… ψυχή!). Ένας ξεπεσμένος σταρ, ένας τηλεοπτικός “καουμπόης” που θέλει όσο τίποτα να ξαναμπεί στο παιχνίδι. Α, και… τώρα τελευταία, ο γείτονας του ζεύγους Τέιτ – Πολάνσκι. Μαζί του, ο Κλιφ Μπουθ (Μπραντ Πιτ, σε στιβαρή, λιγομίλητη επίδειξη γοητείας και ερμηνευτικής βιρτουοζιτέ). Ο κασκαντέρ, ο σοφέρ, ο βαρύς – γελαστός – αυτοκαταστροφικός φίλος του. Ο Ρικ μπαίνει σ’ ένα σπαγγέτι γουέστερν – μια απελπισμένη προσπάθεια να σώσει την καριέρα του. Ο Κλιφ δέχεται το διακριτικό (;) φλερτ μιας μικρής χίπισσας που κάνει οτοστόπ. Ο Ρικ αναμετράται με τον εαυτό του και τις αδυναμίες του. Ο Κλιφ προσπαθεί να βγάλει άκρη μ’ ένα “φάμιλι” χίπηδες. Τον ίδιο καιρό, η Σάρον Τέιτ κάνει τις βόλτες της και ζει τα πρώιμα στάδια της διασημότητας.
Στην πραγματικότητα, η ταινία δεν έχει πραγματικό κεντρικό στόρι. Έχει μονάχα ένα δίδυμο, κι ένα τέλος που όλοι περιμένουν πώς και πώς. Δυο συμπαθέστατοι αντιήρωες, ένα πανηγύρι “μικρών” ρόλων, ένας σκηνοθέτης που φαίνεται να βρίσκει ξανά την όρεξή του και ρίχνει απολαυστικά στο πανί, όχι πια τα θέλω του για το “νέο σινεμά”, αλλά την αγάπη του για το παλιό. Σαν να λέμε…
…ένα πολύχρωμο Pulp Fiction, μ’ ένα μακελειό στη θέση της βαλίτσας!
Μην παρεξηγηθώ, θεματολογικά καμία σχέση δεν έχει το “Κάποτε στο… Χόλιγουντ” με το (κατά γενική ομολογία) σπουδαιότερο φιλμ του τρελο-Κουέντιν. Έχουν ωστόσο μια καθαρή και σημειολογική σχέση ως προς τα θέλω, τις επιδιώξεις και τις αναφορές του σκηνοθέτη. Το Τραβόλτα – Σάμιουελ Τζάκσον βλέπει για πρώτη φορά “ανταγωνισμό” απ’ το Ντικάπριο – Μπραντ Πιτ (που προσωπικά θα πέσω απ’ τα σύννεφα αν δεν βρεθούν αντίστοιχα και οι δύο στις υποψηφιότητες των Όσκαρ), κι όλο το ζουμί της ταινίας βρίσκεται στη μαγική, ονειρική νοσταλγία του Ταραντίνο για το Χόλιγουντ που τον ενθουσίασε όταν ήταν νεαρός. Το Χόλιγουντ που τον “έψησε” να γίνει σκηνοθέτης!
Είναι αυτή του η ανάγκη να (ξανα)πιστέψει στο όνειρο του χολιγουντανού παραμυθιού που οδηγεί τη μικρή Τρούντι να μελετά τη βιογραφία του Ντίσνεϋ, κόντρα στο pulp (!) γουέστερν που διαβάζει ο Ρικ Ντάλτον. Είναι η μαγική φαντασμαγορία κόντρα στο κυνικό καλτ, κι ο Ταραντίνο εδώ στηρίζει το πρώτο, χωρίς να αποδομεί το δεύτερο. Στο κάτω κάτω, δεν ξεχνά πως είναι “κλασικός Ταραντίνο”: χειροκρότημα σ’ έναν “άδοξο μπάσταρδο” Ντικάπριο με φλογοβόλο, και ρύζι στο ζεύγος Κερτ Ράσελ-Ζόι Μπελ – το ίδιο ζεύγος που κάμποσα χρόνια πριν κοπανιόταν στη “μαύρη φάρσα” του Death Proof!
Και κάπου εδώ, καλό θα ήταν να σταματήσεις να διαβάζεις. Γιατί εδώ πια έρχεται ένα SPOILER ALERT που δεν μπορώ να το αποφύγω:
ΤΙ HOLLYWOOD ENDING ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ ΡΕ ΑΠΙΘΑΝΕ ΜΟΥΡΛΕ;
Σε μια ταινία που τοποθετείται στο κλασικό Χόλιγουντ και ταυτόχρονα το νοσταλγεί, δεν θα μπορούσε το φινάλε να μην είναι τέτοιο. Ωστόσο, πριν μπεις στην αίθουσα, πριν πέσουν τα φώτα, ποτέ δεν θα πόνταρες σ’ αυτό το τέλος (εγώ δεν πόνταρα). Μέγα λάθος, αν αναλογιστείς ότι ο Κουέντιν το ‘χει ξανακάνει (βλέπε “Άδοξοι Μπάσταρδη”). Κι αν θυμάσαι ακόμα το μεγάλο φόβο μου στον πρόλογο, ο Ταραντίνο δεν κατάφερε απλώς να ξεπεράσει την κακοτοπιά. Κατάφερε να χτίσει ένα τέλος που πάει γάντι στον ίδιο, στα θέλω του κοινού του, στο περιβάλλον, το ρυθμό, το στυλιζάρισμα που ζωγραφίζουν την ταινία του. Και, το πιο σημαντικό, κατάφερε να χτίσει ένα τέλος που κι η Σάρον Τέιτ, σίγουρα θα χαμογελούσε αν το ‘χε δει.
Ίσως και να χαμογελάει…
Y.Γ. Τα ρέστα μου στον Ντάμιεν Λούις “Στιβ ΜακΚουίν”, και στο ξυλίκι του Μπραντ Πιτ με τον… Μπρους Λι!
Υ.Γ. 2 Στο Hateful Eight δεν έδειξε καθόλου πόδια. Εδώ… ξεμπάφιασε για δυο ταινίες!
Υ.Γ. 3 Αν σε μια ταινία υπάρχει (έστω για 10 λεπτά) ο Πατσίνο και δεν ασχολείσαι μαζί του, τότε μάλλον κάτι πήγε καλά. Έτσι δεν είναι;