Από τότε που ξεκινούν οι μνήμες ζωής, μας μαθαίνουν να αποχωριζόμαστε. Οι κούκλες και τα αυτοκινητάκια κάποια ξαφνική στιγμή συνταξιοδοτήθηκαν και χωρίς προειδοποίηση, τα γόνατα μας μεγάλωσαν αρκετά για να γρατζουνιούνται σε αλάνες. Ο χρόνος της ονειροπόλησης δεν πρόλαβε να μας χαιρετήσει όταν τα φροντιστήρια και οι ξένες γλώσσες, στριμώχτηκαν στο μαθητικό δεκάωρο και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι φιλίες που χαράχτηκαν “για πάντα” στα παγκάκια, δεν πέρασαν στο Πανεπιστήμιο. Οι έρωτες που θα πέφταμε και στη φωτιά, κάηκαν στη Δύση ενός καλοκαιριού, ενώ οι άνθρωποι που κάθε φορά μοιάζουν να κατανοούν την απώλεια περισσότερο από άλλους και σίγουρα και από εμάς, δεν πήραν ποτέ την ευθύνη να μιλήσουν για το τέλος της αθωότητας. Όλοι εκείνοι που μας κούνησαν το δάχτυλο, δεν βρήκαν να αρθρώσουν δύο λόγια για το πώς αποχωρίζεται κανείς τον κόσμο κάτω από τα πόδια του. Πώς είναι να βλέπεις την ανθρωπιά και την τρυφερότητα, να δραπετεύει σε μέρη στοιχειωμένα, σε τόπους που τη λιντσάρουν και τελικά τη σκοτώνουν.
Η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου / ZACKIE OH, ήταν ακόμη ένα τέλος εκείνης της αθωότητας που φυλάξαμε στην καρδιά μας για να μπορούμε να υπάρχουμε, ήταν άλλη μια χούφτα δάκρυα που ρίξαμε για να μην πνιγούμε. Ήταν από εκείνους τους αποχωρισμούς που κανείς ποτέ δεν θα μπορέσει να μας εξηγήσει γιατί η καρδιά μας θα τον θυμάται με τόσο πόνο.
Στις 21 Σεπτεμβρίου του περασμένου Φθινοπώρου, ο ΖΑΚ, έγινε τροφή για τα θηρία στο κέντρο της Αθήνας. Δεν είχε πέσει η νύχτα, δεν βρέθηκε σε κανενός τη σκιά. Στο φως της ημέρας, στα μάτια περαστικών που έκαναν μπουρμπουλήθρες τους τελευταίους παγωμένους καλοκαιρινούς καφέδες, στρίβοντας τσιγάρα και όρθιοι στις μύτες των ποδιών τους, προσπαθούσαν να μη χάσουν κάποια σκηνή από τον άνθρωπο που ματώνει μπροστά τους. Εκεί λοιπόν φτάσαμε; Να μας δολοφονούν μπροστά σας, ενώ στριμώχνεται φιλτράκια στον καπνό σας; Να ξεψυχάμε και να ζουμάρετε το τέλος μας; Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε άνθρωποι;
Ο Ζακ δολοφονήθηκε, όμως δεν πέθανε. Άφησε πίσω του ανθρώπους που χωρίς να τον ξέρουν τον ένιωσαν φίλο και αδερφό, σύντροφο στους αγώνες για μια πιο δίκαιη ζωή, για έναν κόσμο που θα παλεύει με γκλίτερ και συνθήματα, που ζωγραφίζει στους τοίχους τους αδικοχαμένους, μη και ξεχαστούν, μη και δεν γίνουν πυξίδα για εκείνους που θα έρθουν.
Η δημοσιογράφος Μαρία Λούκα και ο φωτογράφος Αλέξανδρος Κατσής, επέλεξαν ότι ο δικός τους τρόπος να διαχειριστούν την απώλεια αυτή, είναι να κάνουν αυτό που τους προστάζει η καρδιά και η συνείδηση τους, να πάρουν την ευθύνη και να ολοκληρώσουν το πρότζεκτ που ετοίμαζαν από το 2016 με τον Ζακ. Ένα βιβλίο που θα παρουσίαζε τη ζωή του ακτιβιστή της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και των οροθετικών ανθρώπων, σελίδες απαλλαγμένες από κάθε ίχνος ρατσισμού, όπως ακριβώς ήταν ο Ζακ. Ένα πλάσμα που πολεμούσε το άσχημο με το όμορφο, που απεχθανόταν τη βία, που αγαπούσε το κουράγιο των λουλουδιών να ανθίζουν, σε πείσμα κάθε χειμώνα που περνά από πάνω τους.
H Μαρία Λούκα και ο Αλέξανδρος Κατσής, μου είπαν δύο λόγια για εκείνο το γεγονός που δεν ελπίζουν πως θα σταματήσει ποτέ να πονά:
“Αν είχε τύχει να ασχοληθείς με ζητήματα ανθρωπίνων και ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων, οροθετικότητας, queer τέχνης δε γινόταν να μη ξέρεις τον Ζακ. Θα τον είχες συναντήσει σίγουρα σε κάποια διαδήλωση να φοράει ένα μικροσκοπικό μπλουζάκι και να σκαρφίζεται εμπνευσμένα συνθήματα ή θα είχες χειροκροτήσει με ενθουσιασμό την περσόνα του, τη Zackie Oh σε κάποιο από τα πληθωρικά και ευφάνταστα πολιτικοποιημένα show της. Κι αφού θα τον είχες γνωρίσει, θα τον είχες αγαπήσει κιόλας, γιατί την ίδια στιγμή που θα σε έκανε να γελάς, στα λακκάκια και στις γραμμές της έκφρασης του θα σου άνοιγε δρόμους. Ότι μπορεί, ρε παιδί μου, τα πράγματα να μην είναι έτσι όπως μας τα έχουμε μάθει από κούνια, ότι μπορεί να υπάρχει ένας άλλος τρόπος οργάνωσης της ζωής με βάση την επιθυμία και όχι την απαγόρευση. Να υπάρχει, όμως, όχι να είναι ένα υποσχετικό κείμενο ή ένα λεκτικό πρόταγμα, να μπορείς να τον ακουμπάς και να τον πλάθεις.
Γιατί για μας, ο Ζακ περισσότερο από όλα τα άλλα ήταν αυτό. Μια βιωμένη εμπειρία επανεπινόησης του εαυτού και του κόσμου, όπως θα θέλαμε να είναι, χωρίς ετικέτες, ταξινομήσεις και καταναγκασμούς. Γι’ αυτόν το λόγο ακριβώς αποφασίσαμε το 2016 να ξεκινήσουμε μαζί του μια προσπάθεια καταγραφής και σχολιασμού των όψεων της σεξουαλικής και έμφυλης ρευστότητας και των ρωγμών που παράγουν στην κανονικότητα. Ο σκοπός ήταν μέσα από κείμενα και φωτογραφίες να εκδοθεί ένα βιβλίο που θα λέει τη δικιά του ιστορία και μέσα από αυτήν πολλές ακόμα ιστορίες ανθρώπων που αρνούνται να χωρέσουν την ύπαρξη τους στο “ατσάλινο κλουβί”, για να χρησιμοποιήσουμε την κλασική βεμπεριανή φράση.
Κυρίως, όμως, περνάγαμε ωραία μέσα από αυτή τη διαδικασία, γιατί συζητούσαμε, σκεφτόμασταν, μοιραζόμασταν, πειραματιζόμασταν εικαστικά και όλο αυτό το κάναμε με κέφι και χωρίς deadlines. Μέχρι που ξυπνήσαμε μια μέρα του Σεπτέμβρη και κρατούσαμε τα κεφάλια μας, μη πέσουν από τη βαρβαρότητα που ξεχείλιζε στις οθόνες μας. Δεν ξέρω αν θα καταφέρουμε ποτέ να επεξεργαστούμε επαρκώς ψυχικά τα γεγονότα που έγιναν στη Γλάδστωνος. Αυτό μάλλον προϋποθέτει μια βουτιά στην κοινωνική και πολιτική μελαγχολία που ξύνει πυρηνικά ερωτήματα της ύπαρξης για την ευαλωτότητα μας μπροστά στη θανατοπολιτική. Περισσότερο σαν ταινία τρόμου τα παρακολουθούμε 10 μήνες μετά. Αλλά να, είναι που ο Ζακ λείπει ρε γαμώτο. Κι η απουσία του τρυπάει τους μηχανισμούς άμυνας.
Κι αν αποφασίσαμε τελικά να βγάλουμε αυτό το βιβλίο είναι για να τη διαχειριστούμε κάπως. Να βάλουμε δίπλα στο σχήμα της απουσίας, το αποτύπωμα μιας ανεπανάληπτης παρουσίας για να συντροφεύει τους οικείους και τις φίλες του. Να συστήσουμε τον Ζακ σ’ αυτούς που δεν τον γνώριζαν, που μπορεί να πιστεύουν ακόμα στα δελτία ειδήσεων και στις αφηγήσεις της Αστυνομίας. Να μάθουν ότι ο άνθρωπος που δολοφονήθηκε τόσο βάναυσα στις 21 Σεπτεμβρίου φορούσε αθλητικά παπούτσια με καλσόν και του πήγαινε, λάτρευε την Άνοιξη και τον David Bowie, απεχθάνονταν τη βία παρότι την είχε φάει με το τσουβάλι, αγωνίζονταν για να πηγαίνουν σχολείο τα προσφυγόπουλα, έτρεχε πολύ γρήγορα για να γλιτώσει όταν τον κυνηγούσαν οι φασίστες. Μόνο που αυτή τη φορά δεν πρόλαβε. Επέστρεψε στην αστερόσκονη. Να μάθουν, λοιπόν, και να ζητήσουν δικαιοσύνη για το θάνατο του”.
Στο βιβλίο για τον ΖΑΚ, θα βρεις λόγια καρδιάς από τον αδερφό του Νίκο Κωστόπουλο και τον Γιάννη Καρπούζη, κυρίως όμως θα μπορέσεις να γνωρίσεις μέσα από τις δικές του λέξεις, τον άνθρωπο που θα θρηνούμε αιώνια.
Κλείνοντας, και σε απάντηση όσων βιαστούν να μιλήσουν για τις συνθήκες θανάτου του ΖΑΚ, θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι. Ακόμα και αν ο ΖΑΚ δεν ήταν αυτός που ήταν. Ακόμη και αν ήταν εκείνος που τα ανθρωποφάγα μέσα ενημέρωσης θέλησαν να παρουσιάσουν ότι είναι, ένας άνθρωπος δηλαδή που πήγε να κλέψει ποτισμένος από ουσίες. Ακόμη λοιπόν και αν δεν είχε διαψευσθεί όλη αυτή η λάσπη που βιάστηκαν να πετάξουν για να κλαύψουν το αίμα, θα έγραφα ακριβώς τα ίδια. Θα ήμασταν όλοι εδώ, να φωνάζουμε ότι μια τζαμαρία δεν αξίζει μια ζωή.
Το βιβλίο, είναι συνέκδοση της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση και των εκδόσεων Ροδακιό. Μπορείς να το προμυθευτείς από το Ροδακιό και τα κεντρικά βιβλιοπωλεία. Τα έσοδα του βιβλίου, πάνε για την στήριξη της οικογένειας, για τα δικαστικά έξοδα.
*Οι συντελεστές του βιβλίου, εκφράζουν τη λύπη τους, για τον θάνατο του γραφίστα Γιώργου Κανέλλου, από το εργαστήρι “Θυμέλη”, που “έφυγε” λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου.