O “Βασιλιάς των Λιονταριών” είναι χωρίς αμφιβολία η καλύτερη ταινία στην ιστορία των κινουμένων σχεδίων. Τελεία.
Κι εξηγούμαι: Στήνει μέσα στο πρώτο της τέταρτο μια απ’ τις πιο δουλεμένες σχέσεις πατέρα-γιού που είδε ποτέ ο κινηματογράφος, ενώ διηγείται ταυτόχρονα μια ιστορία επικού πεπρωμένου, ένα ταξίδι στην ενηλικίωση και την ωριμότητα, μια επίκληση στην ελπίδα και στο βασιλιά που “ζει μέσα σου”. Είναι λοιπόν μια αριστουργηματική ταινία, κι ωστόσο σήμερα δεν θα μας απασχολήσει καθόλου η αδιαμφισβήτητη αξία της.
Σήμερα που λες, δεν θ’ ασχοληθούμε τόσο με το Σίμπα, όσο με τον… Κίμπα! Ή πιο σωστά τον “Κίμπα το Λευκό Λιοντάρι”, ένα μάνγκα του ’50 που έγινε άνιμε το ’60 και θυμίζει ύποπτα τον “Βασιλιά” της Ντίσνεϋ. Μοιραία η ερώτηση σκάει στο μυαλουδάκι μας: μήπως ο Σίμπα αντέγραψε τον Κίμπα;
Αυτή την ερώτηση θα μελετήσει η αφεντιά μου και η στήλη “Κάτω οι Κλέφτες”, με βάση το τρίπτυχο του σινεμά: χαρακτήρες – ιστορία – σκηνοθεσία. Και θα ξεκινήσουμε απ’ την πιο ξεκάθαρη, ύποπτη κι αναμφίβολη ομοιότητα:
Είναι κάτι χαρακτήρες…
Ο Οσάμου Τεζούκα ήταν ο “Γουόλτ Ντίσνεϋ της Ιαπωνίας”. Μια μέρα το λοιπόν, πήρε την άδεια του πραγματικού Γουόλτ για να βασίσει ένα νέο κόμικ του στο “Μπάμπι” (το ελαφάκι). Αυτό το κόμικ (που αργότερα έγινε άνιμε), είχε για πρωταγωνιστή ένα μικρό λιοντάρι, τον Κίμπα. Κι είχε ακόμα: τον πατέρας του – το βασιλιάς της ζούγκλας, μια μικρή ψύχραιμη λέαινα που συντροφεύει τον Κίμπα, ένα σοφό γερο-μπαμπουίνο, ένα πουλί-συμβουλάτορα, ένα κακό λιοντάρι με βουλωμένο το ένα μάτι (!) και στρατό από ύαινες, έναν αγριόχοιρο που νιώθει άσχημα για τη μυρωδιά του… Μπορεί να μη λέγονται Σίμπα, Μουφάσα, Νάλα, Ραφίκι, Ζάζου, Σκαρ, Σένζι και Μπανζάι και Εντ, ή Πούμπα, αλλά το νόημα το ‘πιασες: οι χαρακτήρες του “Lion King”, σα να ζούσαν μερικές δεκαετίες πριν το “Lion King”!
Ένα μύθο θα σας πω…
Από στόρι πώς πάμε; Και στις δύο ιστορίες, ο πατέρας (Σίζαρ – Μουφάσα) πεθαίνει. Και το μικρό λιοντάρι φεύγει μακριά, κι ύστερα επιστρέφει. Ωστόσο όλη κι όλη η σεναριακή ομοιότητα εξαντλείται εκεί. Στην περίπτωση του Κίμπα υπάρχουν άνθρωποι, κυνηγοί, κι είναι εκείνοι που σκοτώνουν τον πατέρα Σίζαρ. Ο μικρός δεν φεύγει από τύψεις, αλλά επειδή οι κυνηγοί τον αιχμαλώτισαν. Με λίγα λόγια, ο “Βασιλιάς των Λιονταριών” σεναριακά είναι όντως (όπως δηλώνουν κι οι δημιουργοί του) ένα πάντρεμα Μωυσή – Άμλετ – Μπάμπι, ενώ στην περίπτωση του Κίμπα η ιστορία έχει μονάχα λίγο από ελάφι. Όλη η ψυχή αλλά και το σώμα, το γράμμα και το πνεύμα της ιστορίας στα δύο σενάρια, διαφέρουν μπόλικα. Παρόλα αυτά, μπορεί κανείς να μιλήσει για μια πρώτη, ονομαστική ομοιότητα.
Αλλάξανε τα πλάνα μου;
Εδώ το πράγμα είναι λιγάκι μπερδεμένο. Υπάρχουν σκηνές του άνιμε που είναι ΕΝΤΕΛΩΣ ΙΔΙΕΣ με τις σκηνές της ταινίας. Κανονική κόπια. Όπως ας πούμε, αυτή:
Ή αυτή:
Απ’ την άλλη μεριά όμως, μέσα στο χαμό των εξοργισμένων θεατών, η Ντίσνεϋ κατηγορείται πως έκλεψε και μια σειρά από πλάνα που μοιάζουν μ’ αυτά του άνιμε μόνο αν “προσπαθήσεις πολύ” να δεις ομοιότητες, όπως:
Ή πως έκλεψε σκηνές που… δεν υπάρχουν ολόκληρες! Είναι μοντάζ πολλών διαφορετικών επεισοδίων για να μοιάζουν σ’ αυτές του “Lion King”, όπως αυτή:
Ή πως έκλεψε σκηνές που δεν έπαιξαν ποτέ στο άνιμε, αλλά στην ταινία “Κίμπα ο Αυτοκράτορας της Ζούγκλας”, που βγήκε στις αίθουσες 3 χρόνια ΜΕΤΑ το “Lion King”. Σκηνές όπως αυτή:
Στο φινάλε κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει πως οι Αμερικανοί σκηνοθέτες και σχεδιαστές, “μετέφεραν” σκηνές απ’ την Ιαπωνία στην ταινία τους. Γι’ αυτό και όλο το ζουμί βρίσκεται στην ερώτηση: είναι κανονική κλοπή, ή κινηματογραφική “αναφορά”; (Σαν αυτές που κάνουν πολύ συχνά διάφοροι “κλέφτες” σαν τον Ταραντίνο ή τον Τζορτζ Λούκας). Την απάντηση σ’ αυτό θα τη δώσουμε στο τελικό πόρισμα. Δηλαδή, ακριβώς από κάτω!
Υπάρχει κλοπή λοιπόν;
Καταρχάς, η κλοπή στην τέχνη είναι περίεργη υπόθεση, όπως προκύπτει κι απ’ την παρακάτω περήφανη δήλωση του σπουδαίου ανδρός:
Ωστόσο, επειδή έχουμε κάκαλα εμείς παίρνουμε θέση…
Το πόρισμα του Provocateur:
[Ξεκαθαρίζω: Όποιο κι αν είναι εδώ το αποτέλεσμα, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να πληγώσει την καλλιτεχνική αξία του “Βασιλιά των Λιονταριών”. Βαθιά, δυνατή, ταυτόχρονα σπαρακτική κι αστεία, η ταινία της Ντίσνεϋ είναι ένα συντριβάνι συναισθημάτων με μεγαλόπρεπη, υπομονετική σκηνοθεσία, σκηνές και μουσικές απ’ αυτές που σημαδεύουν για πάντα το σινεμά. Κι εμάς, σήμερα, μας απασχολεί η δικαιοσύνη κι όχι η (έτσι κι αλλιώς αδύνατη) καλλιτεχνική της αποκαθήλωση.]
Λοιπόν:
- Οι σημαντικοί χαρακτήρες είναι σχεδόν όλοι… κλοπιμαία!
- Η ιστορία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί αντιγραφή.
- Σκηνοθετικά, σίγουρα έχουμε σκηνές καρμπόν, αλλά στο σύνολό της η σφραγίδα της σκηνοθετικής στάμπας του “Βασιλιά” ελάχιστα θυμίζει την απλοϊκή γιαπωνέζικη ματιά (απλοϊκή ακόμα και στην περίπτωση της ταινίας του ’97).
Οπότε, επειδή εδώ το πράγμα δεν οδηγεί σε εύκολο συμπέρασμα, επίτρεψέ μου να κάνω μια υπόθεση.
Κατά τη γνώμη μου, όντως ο “Βασιλιάς των Λιονταριών” ξεκίνησε να γίνει ένα ριμέικ του Κίμπα. Ύστερα όμως άρχισε να αλλάζει, να ξαναλλάζει το σενάριο, μπήκε ο Μωυσής, μπήκε ο Άμλετ και η ταινία όντως έπαψε πια ν’ αποτελεί ριμέικ. Κι άρα…
ΔΥΣΚΟΛΑ μπορεί κανείς ψύχραιμος να μιλήσει για κλοπή σε μια ταινία με διαφορετικό σεναριακό εύρημα, διαφορετική εξέλιξη ιστορίας και σκηνοθετική αντιμετώπιση.
Αλλά ΝΑΙ, οι άνθρωποι της Ντίσνεϋ είναι ευθέως ένοχοι που κυκλοφόρησαν την ταινία με τον τίτλο: “Lion King, η πρώτη αυθεντική ταινία της Ντίσνεϋ“. Ο Τεζούκα ήταν η βάση κι έμπνευσή τους, και του στέρησαν την αναγνώριση που του αξίζει. Κι αυτό είναι ντροπή τους!
Κοινώς; Δεν είναι κλέφτες. Αλλά είναι ψεύτες! Και χάρηκαν τον πρώτο “χρόνο”, αλλά τώρα πια μπήκαμε στο δεύτερο και τους πήραμε χαμπάρι!