Μια τριλογία που ξεκίνησε “κατά λάθος”, μια τριλογία που σημάδεψε για πάντα την καλτ πλευρά του σινεμά μας, μια τριλογία που μετρούσε μέχρι τώρα… μόνο δυο ταινίες! Αυτό το χρόνιο μαθηματικό σινε-σφάλμα ωστόσο, ήρθε η ώρα να διορθωθεί.
Η τρίτη “γυναικο-ταινία” του Σταύρου Τσιώλη είναι εδώ! Κι αφού οι γυναίκες “δεν έκλαψαν”, κι αφού οι γυναίκες “μας περίμεναν”, τώρα πια ήρθε η ώρα να “περάσουν” εκείνες “από δω” (από 13 Δεκεμβρίου στους κινηματογράφους). Κι αν αυτό δεν σου φτάνει για να ‘ρθεις κι εσύ σ’ αυτή την “περατζάδα”, πάρε ακόμα 5 λόγους που, σίγουρος είμαι, θα σου φτάσουν.
1. Γιατί κλείνει την τριλογία με τις “(Ας Περιμένουν οι) Γυναίκες”
Ο ίδιος ο Τσιώλης το αποκάλυψε: Η όλη ιστορία με τις ταινίες των “γυναικών” είναι στην πραγματικότητα μια συμπαθέστατη “απάτη”. Ε και; Το νέο φιλμ του πιο ανθρώπινα καλτ δημιουργού στο ντόπιο σινεμά, δημιουργεί προσδοκίες απ’ τα γεννοφάσκια του. Βλέπεις, μπορεί οι γυναίκες και στο “Παρακαλώ, Μην Κλαίτε” και στο “Ας Περιμένουν” να βρέθηκαν απ’ το παράθυρο στον τίτλο, όμως εδώ πια το πράγμα είναι διαφορετικό. Εδώ οι γυναίκες ήταν απ’ την αρχή μες στο κάδρο. Εδώ έχουμε μια ταινία που γεννήθηκε για να κλείσει την ανοιχτή τριλογία. Που γράφτηκε για να σταθεί στο ύψος του “αγίου” Θεοφάνη και του Ιστορικού Συνεδρίου της Βόλβης. Που ήρθε για να κάνει νέες δύσκολες ερωτήσεις όπως “τα δικαιούται τα λεφτά;” ή “ήτανε πέναλτι κύριε Πάνο;“. Κι ακριβώς γι’ αυτό, το “Γυναίκες που Περάσατε από Δω” έχει από πριν σφραγίδα επιτυχίας: γιατί ξέρει τι ζητάει και ξέρει από πού έρχεται. Από ένα παρελθόν που τραγουδάει τον έρωτα, και που φωνάζει: “Κλυταιμνήστρα Ούυυυυυυ!“.
2. Γιατί… ο Τζούμας! Και γιατί… ο Λίτσης!
Δεν χρειάζεται να ‘χεις δει το (απολαυστικό) τρέιλερ. Μια γρήγορη περιγραφή των δύο πρωταγωνιστών, αρκεί για να καταλάβεις την εκπληκτική ευστοχία του κάστινγκ. Ένας ψευτοδιανοούμενος, μισογραμματιζούμενος, μπαλζακικός ευγενής (αλλά όχι “αριστοκράτης”), κι ένας αγράμματος εραστής της πατριωτικής και λαϊκής ποίησης (αλλά όχι – ακόμα; – ποιητής). Ή αλλιώς, ο Κωνσταντίνος Τζούμας κι ο Ερρίκος Λίτσης! Δυο καρικατούρες τόσο χαρακτηριστικά κινηματογραφικές αλλά ταυτόχρονα βγαλμένες απ’ τη γειτονιά σου. Ένα απολαυστικό ζευγάρι που κάθε τόσο κλείνει το μάτι στο Λέμον και το Ματάου, στο “χοντρό” και το “λιγνό”, στους παππούδες του Μάπετ…
3. Γιατί είναι απρόσμενα (;) ρομαντική
Όλες οι ταινίες του Τσιώλη κουβαλάνε μέσα στο καλτ χαβαλετζίδικο περιτύλιγμά τους, μια πελώρια ευαισθησία. Είναι το χαρακτηριστικό σεναριακό μοτίβο του: Συμπαθείς (άντρες) απατεώνες – ρομαντικές επιδιώξεις. Στο “Παρακαλώ Γυναίκες” ήταν οι αξιολάτρευτοι αγιογράφοι κομπιναδόροι που δεν κατάφερναν να κλέψουν τον έρωτα. Στο “Ας Περιμένουν οι Γυναίκες” ήταν κομματοβαλμένοι νεοέλληνες, αλλά και καταπιεσμένοι μικροαστοί που αναζητούσαν μιαν ανάσα ζωής. Στην τρίτη ταινία της σειράς, η απάτη πια είναι ελάχιστη κι ο ρομαντισμός τής κερδίζει το παιχνίδι. Κι αυτό μου κάνει εύκολη την πρόβλεψη: Ίσως δεν γίνει καλτ, ίσως δεν “πιάσει” όσο τα δύο προηγούμενα, όμως το “Γυναίκες που Περάσατε από Δω” θα ‘ναι στα σίγουρα το πιο γλυκό κι αξιολάτρευτο φιλμάκι μιας ολάκερης, συμπαθέστατης φιλμογραφίας.
4. Γιατί είναι κι αυτή “ακίνητη” αλλά… ρυθμικά ακίνητη!
Αυτοονομάστηκε “ακίνητο road movie”, εγκαινιάζοντας την ελληνόφωνη πτέρυγα μιας κατηγορίας στην οποία ανήκουν και τ’ αδερφάκια του. Πράγματι, ο Τσιώλης έγινε καλτ με ταινίες που είναι οπωσδήποτε “road”, μα κι εντελώς ακίνητες. Αυτή τη φορά ωστόσο, η ακινησία λειτουργεί πολύ καλύτερα απ’ ο,τι στα προηγούμενα φιλμ. Είναι η εμπειρία του ίδιου του σκηνοθέτη πια, είναι η χημεία των πρωταγωνιστών, αλλά κυρίως είναι το ίδιο το στόρι (γυναίκες που περνάνε απ’ το “κέντρο” της πλοκής και λένε τις ιστορίες τους) που δίνει μια ρυθμική αίσθηση στην ταινία. Πιο απλά: το φιλμ εδώ δεν είναι ακριβώς ακίνητο. Χορεύει. Απλώς χορεύει… σημειωτόν!
5. Γιατί σε κάνει να ελπίζεις στους ανθρώπους
Την πιο καλή ατάκα για τον Τσιώλη μου την έδωσε ο Ράπτης στο γραφείο: “Είναι ταινίες που φαίνεται ότι τις έγραψε ένας καλός άνθρωπος!“. Και το πιο σημαντικό είναι πως οι ταινίες του σε γεμίζουν με μια πελώρια ελπίδα πως ο κόσμος δεν είναι πια και τόσο χάλια. Ή τέλος πάντων ότι μπορείς κάθε τόσο να γελάς με τα χάλια του. Κι ότι, παρά τις λαμογιές, τις μικροκομπίνες και τα κόλπα τους, οι φτωχοδιάβολοι του Τσιώλη, στο τέλος της κάθε μέρας θα κάνουν πάντα ένα “φιλοσοφικό” βηματάκι στο δρόμο για έναν καλύτερο κόσμο.