Ο μέγιστος φόβος κάθε ανθρώπου, είναι φυσικά ο θάνατος. Κανείς δεν θέλει να πεθάνει, κανείς δεν θέλει να πάει βόλτα πλάι στον “ψηλό με τα μαύρα”. Κι επειδή εδώ στο Provo δεν γουστάρουμε καθόλου κάτι “ματαιότης ματαιοτήτων…” και τέτοιες καταθλιπτικές φιλοσοφομπούρδες, κάνουμε έρευνα σοβαρή πάνω στο θέμα.
Πριν κάποιο καιρό λοιπόν, σου ‘χα παραδώσει το υπέρτατο μυστικό (10 μυθικούς τρόπους να μην πεθάνεις ποτέ!). Και σήμερα πάω ένα βήμα παραπέρα. Σου γνωρίζω 4 τύπους που κατάφερνα, ούτε λίγο ούτε πολύ, να νικήσουν, να κοροϊδέψουν, να ξεφτιλίσουν το θάνατο! Διότι πρέπει πάνω απ’ όλα να ‘χεις τα σωστά πρότυπα.
Ο Σίσυφος
Πριν γίνει βιβλίο του Καμύ, πριν γίνει ο πιο διάσημος τιμωρημένος του κάτω κόσμου, ο Σίσυφος ήταν βασιλιάς στην αρχαία Κόρινθο κι ο πρώτος τύπος που κέρδισε το θάνατο. Βασικά δεν τον κέρδισε απλά, (του το ‘κανε, ναι) τον ΞΕΦΤΙΛΙΣΕ. Όλα ξεκίνησαν απ’ την πιο συνηθισμένη αιτία για μπερδέματα της αρχαίας Ελλάδας: ο Δίας ήθελε να γκομενίσει! Έκλεψε το λοιπόν την Αίγινα (την πριγκίπισσα, όχι το νησί!) κι αγγάρεψε το Σίσυφο να τους κρύψει. Την επόμενη μέρα ωστόσο φτάνει εκεί ο ανήσυχος πατέρας της νεαράς, προτείνει καλύτερο ντιλ στο Σίσυφο κι εκείνος… κελάηδησε! Και τότε, ξεκίνησαν τα ζόρια…
Ο Δίας τον ήθελε νεκρό. Ο Πλούτωνας έστειλε το Θάνατο να τον πάρει. Αλλά ο Σίσυφος άρχισε τις μαλαγανιές στο Θάνατο, του ‘κανε δώρο κάτι κολιέ, κάτι βραχιόλια, τελικά ήταν χειροπέδες: τον έδεσε πισθάγκωνα και τον κρατούσε φυλακισμένο. Κι έτσι, κανείς άνθρωπος πια δεν πέθαινε στη γη! Βλέπει ο Πλούτωνας να μην πατάει ψυχή στο μαγαζί, αρχίζει την κλάψα στο αδερφάκι του, κι ο Δίας έβαλε τα ΜΑΤ (τον Άρη) να ελευθερώσουν τον Θάνατο και να πάνε το Σίσυφο στον Άδη.
Ε και; ΠΑΛΙ ένα βήμα μπροστά ο τύπος, λέει στη γυναίκα του: “Κοίτα μη και με θάψεις, σ’ έφαγα!”. Δεν τον έθαψε εκείνη, πάει στην Περσεφόνη ο Σίσυφος και της λέει: “Κυρα-διευθύντρια δεν ησυχάζει η ψυχούλα μου, θα ξηγηθείς άδεια τριήμερη να κανονίσω να με θάψουνε;”. Ήταν νόμιμο, έγινε πράξη, φεύγει με άδεια ο παιχταράς από τον Άδη και δεν ξαναγυρνάει μέχρι που γέρασε. Ε και πέθανε. Μετά του αλλάξαν τον αδόξαστο βέβαια, μα άξιζε τον κόπο…
Ο τρίτος αδελφός
Την ιστορία πάνω κάτω τηνε ξέρεις (κι άμα δεν τηνε ξέρεις, τσέκαρε το βίντεο από κάτω). Ο τρίτος αδερφός με τον αόρατο μανδύα του, εκρύβονταν κάτω απ’ τη μύτη του Θανάτου για όσο γούσταρε, την ώρα που τα άλλα αδέρφια του με τα ραβδιά και τα δαχτυλίδια πέσανε στην παγίδα. Ο τρίτος αδερφός ξεγέλασε το Θάνατο στο ίδιο του το παιχνίδι, και μόνο όταν το θέλησε (αφού παρέδωσε το μανδύα στο γιο του) περπάτησε την κατηφόρα τη μεγάλη. Ωραίος ο μικρός…
Ο Ηρακλής
Όλα ξεκίνησαν όταν ο βασιλιάς ο Άδμητος κρεβατώθηκε, κι απ’ ο,τι λέγαν οι γιατροί δεν τον πηδούσε το χειμώνα. “Εκτός κι άμα δεχτεί να πάει άλλος στη θέση του” είπε το μαντείο. Αναθάρρησε ο βασιλιάς. Κοιτάει τα χούφταλα τους γονείς του, “ξέρεις βρε αγόρι μου, να, έχουμε εκείνη την ομιλία στο ΚΑΠΗ” αρχίζουν εκείνα, μα τότε σηκώνεται πάνω η γυναικάρα του η Άλκηστη: “Έρωτα της ζωής μου, θα πάω εγώ”. Και πήγε. Μαύρα τα ‘βαψε ο Άδμητος! “Τι άντρας ξεφτίλας είμαι εγώ, τη σκότωσα γιατί με αγαπούσε”, μα τότε σκάει μύτη στο παλάτι ο Ηρακλής. “Φιλαράκι, το και το. Τι να κάνω;” λέει ο βασιλιάς. “Σιγά το φλώρο το Θάνατο” του λέει γελώντας ο Ηρακλής. Μπαίνει στον τάφο το βράδυ, και το πρωί γυρνάει παρέα με την Άλκηστη. “Μα πώς; Τι έκανες;” ρωτάει ο βασιλιάς. “Με το Θάνατο;” απαντάει ο Ηρακλής σηκώνοντας τους ώμους. “Το έδειρα!”.
O Ντέιβι Τζόουνς
Τούτος εδώ βέβαια, η αλήθεια είναι πως δεν έκανε και πολλά για να κερδίσει το Θάνατο. Τον ερωτεύτηκε η θεά η θαλασσινή, η Καλυψώ, μόνο που αντί να τονε βάλει κάτω όπως έκανε με τον Οδυσσέα, αυτουνού του λέει: “ο μόνος τρόπος να ‘μαστε μαζί, είναι να γίνεις καπετάνιος του Ιπτάμενου Ολλανδού”. Ο Τζόουνς σκέφτηκε ότι έτσι κι αλλιώς καπετάνιος ήταν, ε, πόσο διαφορετικό καράβι να ‘ταν αυτός ο Ολλανδός; Συμφώνησε λοιπόν αλλά δεν διάβασε τα ψιλά γράμματα που έλεγαν ρητά πως: “Ο καπετάνιος του Ολλανδού θα πρέπει να κάνει 10 χρόνια στη θάλασσα. Κι ύστερα θα μπορεί να βγει στη στεριά για μια ολόκληρη… μέρα! Αν η αγάπη του τον περιμένει εκεί, τότε είναι ελεύθερος να ζήσει τον έρωτα μαζί της. Σε κάθε άλλη περίπτωση, πίσω στο καράβι για άλλη μια τρελή δεκαετία”. Ε, μάντεψε: η Καλυψώ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΕΚΕΙ. Αθάνατος λοιπόν ο Τζόουνς (ξερίζωσε και την καρδιά του που τον πρόδωσε) μα τι τα θες; Και κερατάς και θαλασσοδαρμένος! Θεές, Ντέιβι μου, πεταμένα λεφτά…