Είναι πάντα ένα βιβλίο καλύτερο απ’ την ταινία;

Πριν από λίγο καιρό, σε τούτο δω το σάιτ, μας απασχόλησε αρκετά αυτή η ερώτηση. Υπάρχουνε βιβλία σαν τους “Άθλιους” και σαν το “Τζίμη και το Γιγαντοροδάκινο”, που είναι χωρίς συζήτηση καλύτερα. Κι ύστερα υπάρχουν και βιβλία σαν τα Τζέιμς Μποντ και σαν τη Λάμψη (γνώμη μου!), που χάνουν απ’ το σινεμά με τα χέρια κάτω. Όμως υπάρχει και μια λίστα με βιβλία που κόντρα στις ταινίες κονταροχτυπιούνται στα ίσια και νικητής δύσκολα βγαίνει. Σ’ αυτή τη λίστα μέσα είναι κι η “Φωλιά του Κούκου“.

Αυτό που διάβασες μόλις παραπάνω, είναι μια αλήθεια που ξεκαθαρίζει πόσο σπουδαίο είναι το βιβλίο του Κεν Κέσεϋ. Γιατί συνήθως τα βιβλία πρέπει να κερδίζουν τις ταινίες τους, όμως εδώ δεν έχουμε μια απλή ταινία. Εδώ έχουμε ένα θρύλο! Κι ο Κέσεϋ στέκεται απέναντί του όρθιος, τίμιος, μ’ ένα μυθιστόρημα που σπάει το τζάμι της (παράλογης) κοινωνικής συμμόρφωσης. Και το κάνει στο πιο αντιπροσωπευτικό για την κοινωνία μέρος: στο τρελάδικο!

Αν εκείνη την ώρα έμπαινε κάποιος και μας έβλεπε, μια παρέα από άντρες να κάθονται και να κοιτάζουν μια σβηστή τηλεόραση και μια γυναίκα πενήντα χρονών να στέκεται πίσω τους και να φωνάζει και να παραληρεί για πειθαρχία και τάξη και τιμωρίες, σίγουρα θα μας περνούσε όλους για θεότρελους.

Σε μια πτέρυγα λειτουργικών ψυχοπαθών λοιπόν, σκάει μύτη μια μέρα ο Ραντλ Πάτρικ ΜακΜέρφι. Είναι φυλακισμένος, που προσπαθεί να γλυτώσει τα καταναγκαστικά έργα και να τη βγάλει “ζάχαρη” στο ψυχιατρείο – δεν είναι εκεί με τη θέλησή του, όπως οι υπόλοιποι “τρελοί” της πτέρυγας. Κι αυτό του κάνει τη ζωή του δύσκολη αφού δεν ψήνεται να υπακούσει στις προσταγές της Μεγάλης Νοσοκόμας. Της νοσοκόμας Ράτσεντ που κάνει ουσιαστικά κουμάντο στην πτέρυγα με την “ανωτερότητα” της νηπιαγωγού και την αδιαλλαξία του λοχία.

Κάπως έτσι, πολύ σύντομα ξεκινά ένα μπρα-ντε-φερ. Ένα σκάκι ανάμεσα στο Μακ και τη Ράτσεντ, τον “τρελό” και τη “θεραπαινίδα” του. Κι αυτό ακριβώς το μπρα-ντε-φερ είναι η απλή μα κι ιδιοφυής σύλληψη του Κέσεϋ: θα μπορούσε να είναι ο “κακός” μαθητής κι η αυστηρή δασκάλα, όμως δεν είναι. Είναι ένας τρελός που δεν είναι τρελός, και μια νοσοκόμα που δεν είναι γιατρός. Κι ωστόσο έχει εξουσία μεγαλύτερη απ’ όλους τους γιατρούς εκεί μέσα. Δεν “ξέρει” το καλό των ασθενών, μα διευθύνει την κλινική όπως γουστάρει: με μια ασφυκτική, μοχθηρή, απάνθρωπη “καλοσύνη”.

“Άκουσε να σου πω, φίλε μου κύριε ΜακΜέρφι, ψυχοπαθή κολλητέ μου, η δεσποινίς Ράτσεντ μας είναι ένας αληθινός άγγελος του ελέους…

[…]

“Α την καργιόλα, την καργιόλα” ψιθυρίζει μέσα από τα δόντια του.

Ο Μακ λοιπόν γίνεται γρήγορα σύμβολο για τους καταπιεσμένους παλαβιάρηδες. Είναι αυτός που τα βάζει με τη Μεγάλη Νοσοκόμα. Κι εκείνη δεν του αλλάζει πτέρυγα γιατί αρνείται να δεχτεί πως δεν θα καταφέρει να τον ελέγξει. Να τον σπάσει. Αρνείται να χάσει. Αρνείται να τον κάνει “οσιομάρτυρα” στο μυαλό των άλλων.

“Όχι. Δεν είναι ασυνήθιστος. Είναι ένας απλός άνθρωπος και τίποτε παραπάνω. Τον κατατρέχουν οι ίδιοι φόβοι, η ίδια δειλία, οι ίδιες αμφιβολίες που κατατρέχουν όλους τους ανθρώπους. Είμαι πεπεισμένη ότι μέσα σε λίγες ημέρες θα το αποδείξει αυτό…”

Είναι μια μάχη της χαράς με τη συμμόρφωση, μα όχι κι ένα μανιφέστο κόντρα στους κανόνες. Ο Κέσεϋ δεν καταδικάζει την ύπαρξη κανόνων στην πτέρυγα. Καταδικάζει τη νοσοκόμα (τη δασκάλα, την κυβέρνηση…) που αρνείται να συζητήσει αυτούς τους κανόνες. Αρνείται να κάνει δηλαδή αυτό που οφείλει: να ενδιαφερθεί για το καλό των ανθρώπων της. Με εμμονή στη ρουτίνα και τις απόψεις της, οδηγεί στο (όχι και τόσο) ασυνήθιστο παράδοξο: οι κανόνες των λογικών να είναι πιο παράλογοι απ’ τα θέλω των “τρελών”.

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, το βιβλίο ταλαντεύεται ανάμεσα στα γεγονότα του ψυχιατρείου και τα παρανοϊκά οράματα του “αρχηγού Μπόμντεν”, του κωφάλαλου Ινδιάνου αφηγητή που καθόλου κωφάλαλος δεν είναι – ακούει τα πάντα! Κι όσο η κόντρα της νοσοκόμας με τον Μακ γίνεται μια κόντρα ανάμεσα στο τσαλακωμένο καλό και στο ατσαλάκωτο κακό αυτού του κόσμου, τα οράματα του “αρχηγού” ξεγυμνώνουν την αληθινή κοινωνία μας μέσα απ’ την τρέλα ενός λοξού μυαλού: σίγουρα το κράτος δεν βάζει καλώδια μέσα σου για να σε ελέγχει. Αλλά όχι και πολύ σίγουρα…

 Υ.Γ. (Με Σπόιλερ) Μην κλαίτε τρελάρες μου! Ο ΜακΜέρφι κέρδισε στο τέλος…