“Απ’ όταν ήμουνα τόσο δα παιδάκι, η μεγάλη μου καλοκαιρινή χαρά ήταν που είχαμε χωριό. Κι άρα τη βγάζαμε τρεις μήνες με μπάλα στην πλατεία, και με θάλασσες, και άμμο στο μαγιό, και ‘δεν σου ‘πα ρε παιδί μου να ξεπλυθείς;’, και ‘έλα μωρέ μαμά, πώς κάνεις έτσι για λίγη άμμο‘ και τέτοια όμορφα. Το λοιπόν, αυτή η απέραντη καλοκαιρινή άπλα, κράτησε μέχρι που έπιασα δουλειά. Γιατί η δουλειά κουβαλάει μαζί της κι ένα κακό (τι ένα;;;). Καλοκαίρι στην πόλη“.

Στην πραγματικότητα βέβαια, όλα αυτά τα σκεφτόμουνα ώσπου να ‘ρθει το καλοκαίρι. Γιατί, φίλε προβοκάτορα (φίλη προβοκατόρισσα, κι αγαπητά προβοκατοράκια), αυτό που με πελώρια ανακούφιση ανακάλυψα φέτος, είναι πως, το καλοκαίρι στην Αθήνα ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΧΑΛΙΑ. Ούτε κι ο Σεπτέμβρης είναι. Φτάνει να ξέρεις πώς Να τα περάσεις. Δεν ήξερα. Αλλά έμαθα…

Τι χρειάστηκα λοιπόν για να τα περάσω φίνα στην Αθήνα με τη ζέστη; Βγάλε χαρτί – μολύβι και σημείωνε για να μην την πατήσεις όπως εγώ, πριν μάθω.

Καταρχάς, χρειάζεσαι αέρα, σκιά, δροσούλα. Και ναι, μπορεί να την κράζουμε για το μπετόν και το τσιμέντο της, όμως η Αθήνα έχει και δροσιές, έχει και σκιές, έχει και Εξάρχεια, και Βύρωνα, και Κουκάκι, και Πετράλωνα, κι απ’ όλα έχει. Κι αφού βρεις το σωστό μέρος για να κάνεις τη βόλτα σου, χρειάζεσαι και το σωστό ποτό για να σου κατεβάσει τη θερμοκρασία. Ποιο είναι αυτό; Λοιπόν, μπορεί να μην πολυπιστεύω σε ομοιοπαθητικές κι άλλα τέτοια, όμως εν προκειμένω, πρέπει να χτυπήσεις τη ζέστη με τα ίδια της τα όπλα. Κι εννοώ: ήλιο αυτή, ήλιο κι εσύ!

Οπότε, ανοίγεις μια Sol, κοιτάς τον ήλιο στον ουρανό (γυαλιά ηλίου να φοράς, μην τυφλωθούμε κιόλας!) και του δείχνεις απειλητικά τον δικό σου ήλιο πάνω στο μπουκάλι. Και πάνω που θα τρομάξει και θα χάσει την αιώνια αταραξία του, εσύ σηκώνεις το μπουκάλι κι αρχίζεις να κατεβάζεις τη μπίρα σου και να νιώθεις λιγάκι Μεξικάνος, που κάνει σιέστα με σομπρέρο αγκαλιάζοντας τη ζέστη με δροσιά στο στόμα του.

Έτσι κι αλλιώς δηλαδή, αν το καλοσκεφτείς, τι είναι το καλοκαίρι; Μια ευκαιρία να γνωρίσεις κόσμο λίγο πιο εύκολα, να μιλήσεις, να γελάσεις, να φλερτάρεις, κι όλα αυτά να μη χρειάζονται πρόφαση. Χωρίς “τη σωστή ατάκα”, απλά σηκώνοντας το μπουκάλι σου με νόημα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ή ακόμα καλύτερα, τσουγκρίζοντας το μπουκάλι σου. Στο τέλος – τέλος, ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο, δεν λένε; Ε, ποιος καλύτερος τρόπος για να φανερωθούν τα αισθήματα και οι διαθέσεις, απ’ το να τις “φωτίσεις” με λίγο ήλιο παραπάνω.

Ή τέλος πάντων με λίγη Sol παραπάνω, που (σαν τον Δεληβοριά) συνεχίζει να μένει ανοιχτή και τη νύχτα, όταν ο ήλιος… “κλείνει” το μαγαζί του.

Μην το σκέφτεσαι, αδερφέ. Στο Μεξικό όλα είναι λίγο πιο όμορφα, γιατί δεν χρειάζονται “σωστές συνθήκες”. Κάνε μια βόλτα με το ποδήλατό σου, κάτσε σ’ ένα πεζούλι, κάτσε σ’ ένα όμορφο τραπεζάκι και νιώσε την ομορφιά του καλοκαιριού στον αέρα. Κι ύστερα άκου τη μουσική στο δρόμο, γέλα, βγάλε την ένταση από μέσα σου, κράτα το κορίτσι (ή το αγόρι) με το ένα χέρι, και το μπουκάλι σου με το άλλο. Όλα τα ωραία στην καλοκαιρινή Ελλάδα, αρχίζουν με μια μπίρα. Καλοκαιρινή μπίρα! Ηλίου, φαεινότερον…

Χιλιάδες χρόνια τώρα οι άνθρωποι γράφαν ποιήματα, έτρεφαν ελπίδες κι ονειρεύονταν να γευτούν τον ήλιο. Τώρα μπορείς. Γεύσου τον!