Ήταν μια εποχή που το ‘παιζα “κριτικός” (τρομάρα μου…). Κι όπως κάθε κριτικός που σέβεται τον εαυτό του, έβγαζα σπυριά με το Χόλιγουντ, με τα χιτάκια, με τις “συνηθισμένες” μπύρες και με τα μπεστ σέλερ. Ειδικά μ’ αυτά τα τελευταία είχα μεγάλο θέμα. Ξέρεις, ό,τι πουλάει, καλό δεν μπορεί να ‘ναι. Ε, λοιπόν, εκείνη την περίοδο, ο “Τρυποκάρυδος” πουλούσε. Όλα τα βιβλιοπωλεία τον είχαν, όλοι έσταζαν μέλι για πάρτη του κι εγώ τον είπα “χίπστερ” και τον άφησα να πάει. Μέινστριμ, αμερικανιά, ας διαβάσουμε κάναν κλασικό καλύτερα. “Σε Χέμινγουεϊ, τι έχετε;”.
Μερικούς χειμώνες αργότερα, ήρθε μια εποχή που το ‘παιζα συγγραφέας (τρομάρα μου!). Κι όπως κάθε συγγραφέας που βαριέται να κάτσει να ματώσει το πληκτρολόγιο, έτσι κι εγώ κορόιδευα τον εαυτό μου. “Μου λείπει η έμπνευση”, έλεγα. Έψαξα το λοιπόν να διαβάσω κάτι φρέσκο, φευγάτο, αστείο, χωρίς λογοκρισίες – αλλά όχι στο βρόμικο στιλάκι του Μπουκόφσκι. Και κάπου εκεί, το μάτι μου έπεσε ξανά στον Tρυποκάρυδο. Ρε, λες; Ρε, είπα.
Διάβασα την πρώτη γραμμή της περίληψης. “Ο Τρυποκάρυδος είναι μια ερωτική ιστορία που εκτυλίσσεται μέσα σ’ ένα πακέτο τσιγάρα Κάμελ”. Ώπα.
Ανοίγω γρήγορα το βιβλίο και διαβάζω την πρώτη σειρά.
Αν ούτε κι αυτή η γραφομηχανή μπορεί, χέστα, δε γίνεται.
Ώπα! “Χύμα ο τύπος. Μάλλον αξίζει μια ευκαιρία”. Αστεία σκέψη. Όταν το τελείωσα, ήξερα πια πως το βιβλίο είχε δώσει σ’ εμένα μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία να μπω στον μαγικό ρεαλισμό του Τομ Ρόμπινς και να μην ξαναβγώ ποτέ από κει μέσα.
Εκεί συνάντησα τη Λη-Τσέρι, την Πριγκίπισσα της βασιλικής οικογενείας των Φύρστενμπεργκ – Μπαρκαλόνα. Μένει κάπου στο Σηάτλ μαζί με τον βασιλιά και τη βασίλισσα. Μια επανάσταση τους εξόρισε απ’ τη χώρα που κάποτε είχανε στα πόδια τους. Τώρα πια ζουν σ’ ένα τριώροφο. Το FBI τους παρακολουθεί. Όμως το βασικότερο πρόβλημα της Λη-Τσέρι, είναι πως έμεινε έγκυος στο κολέγιο από έναν ποδοσφαιριστή. Όχι, ψέματα, το βασικότερο πρόβλημα της Πριγκίπισσας είναι οι πυραμίδες, και το φεγγάρι, και το “τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα”. Όχι, όχι, μπούρδες. Το πραγματικό, το μεγάλο πρόβλημα της Λη-Τσέρι, είναι που ερωτεύτηκε έναν παράνομο. Ναι, αυτό είναι. Κι ακόμα χειρότερα, την ερωτεύτηκε κι εκείνος!
Έχω την εντύπωση πως ο έρωτας είναι πολύ πιο αποκλειστικός απ’ όσο μας έχουν κάνει να πιστέψουμε τα λαϊκά τραγούδια. Η λαγνεία, μάλιστα. Η λαγνεία, είναι δημοκρατική.
Ίσως δεν έβγαλες άκρη μ’ όσα έγραψα παραπάνω, μα δυστυχώς η πιο γνωστή ατάκα γι’ αυτό τον απίθανο συγγραφέα είναι πέρα για πέρα αληθινή. “Το να προσπαθείς να περιγράψεις ένα βιβλίο του Τομ Ρόμπινς, είναι σαν να δείχνεις σε κάποιον μια νιφάδα και να περιμένεις να καταλάβει τι είναι το σκι”.
Οι λέξεις στο βιβλίο τρέχουν. Υπέροχα φλύαρες μα κι εντελώς απαραίτητες. Η ελευθερία κυλιέται στα χορτάρια με τον σουρεαλισμό. Φιλιούνται, καπνίζουν, κι ακούνε χίπικη μουσική σχεδιάζοντας βομβιστικές επιθέσεις. Ε, και στο τέλος ερωτεύονται…
Ή μάλλον, ψέματα. Απ’ την αρχή τους, ερωτεύονται. Κι όχι με αναστεναγμούς και με χοντρές φιλοσοφίες. Ο έρωτας του Τρυποκάρυδου είναι αστείος, αληθινός, γεμάτος σάρκα, πρόστυχο σάλιο κι αγνό καρδιοχτύπι. Είναι ένας έρωτας χωρίς φαμφάρες, κι άρα μπορείς να τον εμπιστευτείς.
Ξύπνα τον έρωτα νυχτάτικα. Πες του πως ο κόσμος έπιασε φωτιά. Τρέξε στο παράθυρο και κατούρα έξω. Σα να μην τρέχει τίποτα, γύρνα στο κρεββάτι και πες στον έρωτα ότι όλα παν καλά. Κοιμήσου. Το πρωί, ο έρωτας θα ‘ναι κει.
Όταν τελείωσα τον Τρυποκάρυδο, ήξερα ότι θέλω τσιγάρα κι η μάρκα μου είναι Κάμελ.
Όταν τελείωσα τον Τρυποκάρυδο, ήξερα ότι οι ζάμπλουτοι Άραβες είναι μεγάλα καθίκια.
Όταν τελείωσα τον Τρυποκάρυδο, ήξερα ότι οι άνθρωποι δεν είναι τέλειοι, όμως ο έρωτας μπορεί να είναι.
Όταν τελείωσα τον Τρυποκάρυδο, ήξερα ότι ο τέλειος έρωτας έχει κόκκινα μαλλιά και κάνει σεξ με τρόπους που θα ‘καναν μια πριγκίπισσα να κοκκινίσει.
Όταν τελείωσα τον Τρυποκάρυδο, ήξερα ότι άμα θες να γράψεις ένα καλό βιβλίο, δεν το γράφεις σε Ρέμινγκτον SL3. Πρέπει η γραφομηχανή σου να ‘ναι Ολιβέττι. Και σίγουρα όχι ηλεκτρική!
Όταν τελείωσα τον Τρυποκάρυδο, τον άρχισα πάλι απ’ την αρχή…
Υ.Γ. “Ο Τρυποκάρυδος βγάζει περισσότερο γέλιο ανά σελίδα, απ’ όσα χιλιόμετρα βγάζει ανά γαλόνι ένα Ντάτσουν“, Chicago Sun-Times. Το επιβεβαιώνω με σιγουριά, κι ας μην οδήγησα ποτέ μου Ντάτσουν.
Υ.Γ. 2 Ακόμα δεν το ‘χω καταφέρει να γράψω δεύτερο βιβλίο. Δεν έφταιγε η έμπνευση…
Aν θες να διαβάσεις κι εσύ τον Τρυποκάρυδο, τον βρίσκεις εδώ.