Πότε είναι η τελευταία φορά που διάβασες, όχι πολλά βιβλία, αλλά ένα ολόκληρο; Σε αυτήν την ερώτηση, θα βρεις όλο και λιγότερους κάτω των 30 (ετών) που θα απαντήσουν κάτι που θα ‘ναι πρόσφατο χρονικά. Και πρόκειται για παγκόσμια τάση που ξεπερνάει το «κάνω κάτι τον ελεύθερο χρόνο μου». Αφήνει έντονο αποτύπωμα και στην εκπαιδευτική διαδικασία του υψηλότερου μάλιστα επιπέδου. Είναι χαρακτηριστικό πως όπως κατέδειξε ρεπορτάζ του The Atlantic, πολλοί Αμερικανοί καθηγητές Πανεπιστημίου ανησυχούν ιδιαιτέρως, διαπιστώνοντας πως ακόμα και φοιτητές φιλολογικών σχολών διαβάζουν λιγότερο, ολοένα πιο αποσπασματικά και ότι το αντίθετο, το «πολύ» τουτέστιν, τους προκαλεί τρόμο ως σενάριο.

Ο λόγος; Έρχονται από τα αντίστοιχα Λύκεια παντελώς απροετοίμαστοι για να χειριστούν την «υποχρέωση» να διαβάσουν, να αφιερώσουν πολύ και συνεχόμενο χρόνο σε ένα και μόνο πράγμα. Που μάλιστα κυλάει τόσο πιο αργά σε σχέση με αυτό που έχουν συνηθίσει. Το να κάτσουν λοιπόν να διαβάσουν ένα βιβλίο από την αρχή ως το τέλος τους βγάζει παντελώς εκτός της comfort zone τους. Δεν το γνωρίζουν ως διαδικασία, δεν το «έχουν».

Όταν λοιπόν πάνε στο Πανεπιστήμιο και εκεί οι καθηγητές τους ζητάνε, για εργασία, να διαβάσουν βιβλία, πολλά εκ των οποίων ογκώδη σε μέγεθος, τους πιάνει πανικός. Και δεν είναι πως δεν θέλουν. Είναι πως δεν ξέρουν τον τρόπο.

Οι φοιτητές ζορίζονται ιδιαίτερα να διαβάσουν ολόκληρα βιβλία, ούτε και τους πολυενδιαφέρει βασικά

Η εποχή της εικόνας, της ταχύτητας

Είναι αυτό κάτι το καινούριο; Ή συνέβαινε λίγο πολύ πάντα, απλώς όσο πάει γίνεται και ένα «τικ» πιο έντονο; Λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης που δημιούργησε την υπόσχεση άπειρης εναλλαγής εικόνων και πληροφορίας σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα εις βάρος της ικανότητας για συγκέντρωση και προσοχή σε ένα και μόνο πράγμα. Το να βαριέσαι έγινε κάπως αφύσικο…

Προφανώς και αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί, μήτε να προσπεραστεί. Οι καθηγητές θυμούνται πως προ 20ετίας για παράδειγμα, με τους αντίστοιχους πρωτοετείς, μπορούσαν άνετα να αναλύσουν δύσκολα λογοτεχνικά έργα, σε βάθος και επί μακρόν. Τώρα αυτό δεν συμβαίνει ή έστω, γίνεται σπανιότερα. Επίσης, οι σημερινοί φοιτητές έχουν πολύ πιο περιορισμένο λεξιλόγιο και χειρότερη κατανόηση της γλώσσας. Μαζί και λιγότερο ανθεκτικότητα στη δυσκολία, στο «να κάτσω να το παλέψω, να στύψω το μυαλό μου μέχρι να το καταλάβω»

Υπάρχει μια έρευνα που περιγράφει σε μεγάλο βαθμό αυτήν την πραγματικότητα. Μόλις 1 στους 10 Αμερικανούς απόφοιτους Λυκείου έχουν διαβάσει κατά μέσο όρο 6 βιβλία από την αρχή ως το τέλος. Το 1976, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 4 στους 10. ΟΚ τότε δεν υπήρχε ίντερνετ, Netflix, social media και τα συναφή να μας «τρώνε» τόσο χρόνο. Το διάβασμα ήταν πρακτικά μονόδρομος, μαζί με την τηλεόραση που όμως είναι πρωτόγονη σε σύγκριση με τα σημερινά δεδομένα, σε επιλογές και ποσότητες. Αλλά και πάλι, είναι μια μεγάλη διαφορά.

Οι φοιτητές ζορίζονται ιδιαίτερα να διαβάσουν ολόκληρα βιβλία, ούτε και τους πολυενδιαφέρει βασικά

Τα βιβλία μαθαίνεις να τα αγαπάς από παιδί  

Ξαναλέμε. Εδώ δεν μιλάμε για διάβασμα που έχει να κάνει με ψυχαγωγικούς σκοπούς. Αλλά για «σχολικό», πανεπιστημιακό διάβασμα. Μαθαίνουν μήπως τα παιδιά να διαβάζουν αποσπάσματα που θα τους χρησιμεύσουν απλά και μόνο να περνάνε τις εξετάσεις; Να «παπαγαλίζουν» χωρίς πραγματικά να κατανοούν; Να μην εξασκούν καθόλου την κριτική τους σκέψη, την ενσυναίσθηση; Αυτό προφανώς και έχει μεγάλη βάση ως επιχείρημα, ως εξήγηση της κατάστασης. Δεν τους καλλιεργείται η αγάπη για την ανάγνωση. Αλλά το πώς θα κάνουν «τόσα όσα» ώστε να φτάσουν στο στόχο τους. Ψυχρά, κυνικά, επαγγελματικά θα έλεγε κανείς. Το ζουμί και πάμε παρακάτω. Με άλλα λόγια, οι φοιτητές μια χαρά μπορούν ακόμα να διαβάσουν. Απλά δεν θέλουν να το κάνουν. Τους νοιάζει αυτό που κάνουν, ό,τι κάνουν, να μεταφράζεται σε κάτι απτό για την αγορά εργασίας.

Οι καθηγητές πάντως προσαρμόζονται. Ζητούν λιγότερα από τους φοιτητές τους, προσπαθούν να συμβαδίσουν με αυτό που έχουν πια απέναντί τους. Βλέπουν άλλωστε πως η πίεση δεν λειτουργεί. Δεν θα τους πουν π.χ. «διαβάστε την Ιλιάδα σε 3 εβδομάδες» γιατί ξέρουν πως δεν πρόκειται να το κάνουν.

Μόνο που η ανάγνωση δεν είναι «συμπέρασμα». Είναι μια διαδικασία ζωντανή. Συμμετέχεις, αλληλεπιδράς. Μέσα από τις σελίδες χτίζεται μια επαφή. Που έχει νόημα μόνο όταν είναι πραγματικά ουσιαστική.  Που είναι ένα ταξίδι, στο χρόνο, στη σκέψη ενός άλλου. Ζητήματα ανάγνωσης θα πρέπει να αντιμετωπίζονται εν τη γενέσει τους. Το διάβασμα το αγαπάς και το μαθαίνεις από μικρό παιδί. Μεγάλος δύσκολα το αρχίζεις, όσο κι αν υπάρχουν πάντα εξαιρέσεις. Άρα το πρόβλημα δεν είναι στα πανεπιστήμια. Ξεκινάει από πολύ πιο νωρίς.