*Mια φορά κι έναν καιρό, σε μια μυστική εγκατάσταση της ψυχροπολεμικής Αμερικής, ζούσε μια πριγκίπισσα χωρίς φωνή. Ώσπου μια μέρα…

Στον κινηματογράφο, υπάρχουν σκηνοθέτες (και σεναριογράφοι) που αναπαράγουν ατόφια τη ζωή. Κι υπάρχουν άλλοι που στιλιζάρουν εγκλήματα κι ατάκες. Υπάρχουν οι τελειομανείς, που δουλεύουν την πραγματικότητα με καλέμι και γυαλόχαρτο. Και κάπου στην άκρη, υπάρχουν οι παραμυθάδες. Ίσως οι πιο αυθεντικοί απ’ όλους. Σίγουρα οι πιο υποτιμημένοι. 

Σήμερα λοιπόν, θα σου μιλήσω για έναν απ’ αυτούς. Για τον Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, τον άνθρωπο που πριν χρόνια κοίταξε στην Ισπανία του Φράνκο κι είδε κρυμμένη την Αλίκη και τη Χώρα των Θαυμάτων. Τον άνθρωπο που μέχρι και τις πιο mainstream ταινίες του, τις βουτάει σε ατμόσφαιρα “κόκκινης κλωστής δεμένης”. Τελικά, τον σκηνοθέτη που έφτασε μέχρι τις (13!!) υποψηφιότητες των φετινών Όσκαρ…

…μ’ ένα ψηφιακό παραμύθι για μια “πεντάμορφη”, ένα “τέρας” κι ένα τέρας! 

Είναι το παραμύθι της Ελάιζα. Μιας βωβής καθαρίστριας σ’ ένα στρατιωτικό – επιστημονικό εργαστήριο των ΗΠΑ. Ένα απ’ αυτά που φύτρωναν σαν τα μανιτάρια την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Η ζωή της είναι μια ρουτίνα γεμάτη σφουγγάρισμα και ξένα προβλήματα. Οι δυο (μοναδικοί) καλοί της φίλοι συνεχώς μιλούν για τα δικά τους προβλήματα. Εκείνη ακούει, αφού δυστυχώς δεν μπορεί να μιλήσει. Ο έρωτας είναι γι’ αυτή μια μοναχική, καθημερινή διαδικασία στην μπανιέρα της. Και τότε, μπουκάρουν στη ζωή της δυο πλάσματα. Ένα αμφίβιο “κάτι” που φαίνεται “τέρας”, κι ένα τέρας που μοιάζει τόσο πολύ με άνθρωπο…

Μέσα απ’ αυτή τη σιωπηλή ερμηνεία, η Ελάιζα – Σάλι Χώκινς τραβάει γραμμή για το πρώτο της αγαλματάκι. Εκφραστική, ευαίσθητη, εσωτερικά δυνατή κι εξαιρετικά “όμορφη” (με τη μόνη πραγματική έννοια της ομορφιάς – όχι την ομοιομορφία). Κι απέναντί της, ο Μάικλ Σάννον – μια σχεδόν βιβλική εκδοχή του κακού. Και δίπλα της, ο Ρίτσαρντ Τζένινγκ με την Οκτάβια Σπένσερ – οι καθημερινοί άνθρωποι, τα καθημερινά προβλήματα, οι φοβισμένοι με το κρυμμένο θάρρος. 

Συμβολισμοί που κάνουν… απλωτές (χωρίς ν’ απλώνουν)!

Απ’ τα πρώτα κιόλας πλάνα, η ταινία κολυμπάει στο νερό. Απ’ τις πρώτες κιόλας λέξεις, είναι ξεκάθαρη: Σχεδόν αρχίζει με “Μια φορά κι έναν καιρό…”. Κι ύστερα μπαίνει η μουσική, κι είναι μια μουσική γραμμένη για παλιό, γαλλικό ρομάντζο. Με κάθε τρόπο που του δίνεται, ο Ντελ Τόρο σε παγιδεύει μέσα στους κανόνες που εκείνος θέλει. Κι εκεί μέσα, οι όποιες αστοχίες του σκηνοθέτη (βιαστικά γρήγορη η γνωριμία της Ελάιζα με το “τέρας”) δεν έχουν πια σημασία. Στα παραμύθια, πάντα η αφήγηση γράφει στα παπούτσια της τον χρόνο!

Έχοντας κερδίσει λοιπόν αυτό το δικαίωμα, ο τύπος επιχειρεί κάτι που σπανίως πετυχαίνει: Η ταινία του θέλει να πει “πολλά”. Κι ενώ 9 φορές στις 10 μια τέτοια προσπάθεια πέφτει στο νερό, ο Ντελ Τόρο εδώ τη βουτάει στο νερό και την αφήνει να κολυμπήσει. Τελικά η “Μορφή του Νερού”, με τρομερή αίσθηση του μέτρου, καταφέρνει ν’ αφήσει μικρά μα πολύ σαφή σχόλια για τον ρατσισμό, τη μοναξιά, το σύστημα που σε κρατάει μόνο αν του είσαι χρήσιμος, το θάρρος που ξεχωρίζει τους καλούς ανθρώπους, την ομορφιά του παλιού σινεμά… Κι όλα αυτά, χωρίς ποτέ να χάσει το νίμα της παράξενα υπέροχης κεντρικής ιστορίας.

“…CGI τυληγμένη, δωσ’ της κλώτσο να γυρίσει…”.  

Μια “Πεντάμορφη και το Τέρας” σε θαλασσινή εκδοχή. Μια “Μικρή Γοργόνα” απ’ την ανάποδη. Ένα γλυκόπικρο love (;) story, με αλάτι στο νερό του και πασπαλισμένο με μπόλικο CGI. Αλλά για κάτσε, κάνουν χωριό ο ρομαντισμός κι η νοσταλγία με τα εφέ και τη φαντασία;

 

Λοιπόν, η “Μορφή του Νερού” ίσως θ’ άξιζε βραβείο και μόνο γι’ αυτό: Γιατί μας έδειξε πόση μαγική, νοσταλγική ομορφιά μπορούν να φέρουνε μαζί τους οι “νέες” τεχνολογίες. Γιατί μας έμαθε, πόση ομορφιά μπορεί να κρυφτεί κάτω απ’ την επιφάνεια. Κι ωστόσο, έχει πολλούς, πολλούς ακόμα λόγους για ν’ ανέβει κάμποσες φορές στο μικρόφωνο τη νύχτα της απονομής.

Η “Μορφή του Νερού” παίζεται στους κινηματογράφους από 14 Φεβρουαρίου και θα προβληθεί σε πρώτη τηλεοπτική προβολή από τη Νova.