“Θα σου πω γιατί γελούν μαζί σου, ανθρωπάκο: επειδή σε παίρνω στα σοβαρά, πολύ στα σοβαρά. Το σκεπτικό σου πάντα χάνει την ουσία. Μου θυμίζεις δεινό σκοπευτή που σκόπιμα χάνει το κέντρο του στόχου, από καπρίτσιο. Διαφωνείς; Θα σου το αποδείξω. Αν η σκέψη σου επικεντρωνόταν στην ουσία, θα ‘χες γίνει κύριος της ζωής σου από καιρό”.
Ο Βίλχελμ Ράιχ δεν έγραψε ένα βιβλίο, όρισε ένα σύμπαν στο οποίο ο ανθρωπάκος μπορεί να εισέλθει αφού πρώτα αποχωριστεί το επικίνδυνο φαντασιακό του και μείνει γυμνός μπροστά στο ανθρώπινο είδωλο του. Να γδυθεί τις αλυσίδες, να αντέξει την αίσθηση της ζωής στην αναπνοή του.
Ο ψυχαναλυτής και ψυχίατρος που μπόλιασε την αμφισβήτηση στα κινήματα της δεκαετίας του ’60 και του ’70, δεν αναγνώρισε καμία κοινωνική και ηθική κατασκευή, πιστεύοντας ότι μια αληθινά επαναστατική πράξη μπορεί να υπάρξει μόνο όταν έχει μεταβάλει δραστικά την πρότερη ψυχολογία της, που την καθήλωνε σε υποταγή.
Το 1946 γράφει το “Άκου, Ανθρωπάκο!”, χαρίζοντας σε όλους εμάς το μοναδικό ευαγγέλιο αυτοπροσδιορισμού και δύναμης να υπάρχουμε μέσα από τις αδυναμίες μας. Τι να γράψεις αλήθεια για ένα βιβλίο που κατεβάζει τα μούτρα του τεράστιου Εγώ μας και φωνάζει όσο και αν δεν το αντέχουμε ότι “μεγαλώσαμε” τόσο, που γίναμε πιο μικροί και από κεφάλι καρφίτσας.
Το βιβλίο-τέρας, που δημιούργησε ο αγαπημένος μαθητής του Φρόυντ, είναι πιο διαχρονικό και σίγουρα πιο ακριβό και από ταγέρ της Coco Chanel. Θα μιλά πάντα για την ανευθυνότητα και την ασυνέπεια μας απέναντι στις θυσίες που σκοτώσαμε με συνθήματα. Θα σοκάρει πάντα καταγγέλλοντας τον αυνανισμό μιας κοινωνίας που κανείς δεν φταίει και όλοι της χρωστάνε.
“Μα δεν είσαι συ που το λες, ανθρωπάκο. Το λένε εκείνοι, οι αντιπρόεδροι των μεγάλων εθνών, οι εργατοπατέρες, οι μετανιωμένοι γιοι των αστών, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι. Σου προσφέρουν το μέλλον, μα δε ρωτούν για το παρελθόν σου. Κι όμως, είσαι κληρονόμος ενός τρομερού παρελθόντος. Τούτη η κληρονομιά καίει στη χούφτα σου σα διαμάντι φλεγόμενο”.
“Είσαι κτηνώδης κάτω από τη μάσκα της κοινωνικότητας και της οικειότητας ανθρωπάκο”. Βουλιάζεις στον καναπέ σου παρακολουθώντας βόμβες να ανατινάζουν ψυχέςχωρίς να καίγεται η δική σου. Δεν μοιράζεσαι την κόλαση και είναι δεδομένο ότι δεν θα μοιραστείς κανέναν παράδεισο.
Παλεύουμε να ζήσουμε τις ανάγκες τον άλλων ξεχνώντας ότι η ζωή δεν πρέπει να μας στενεύει, πρέπει να τη φοράμε στο νούμερο μας. Δεν θυμόμαστε πώς είναι να αγαπάμε το σώμα, το μυαλό και τις επιλογές μας. Μοιάζουμε με εκθέματα σε σκλαβοπάζαρο που μας χουφτώνουν, μας βιάζουν, μας χτυπούν και έτσι γινόμαστε αποδεκτοί.
“Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις κήρυγμα;” Βλέπω την ερώτηση στο τρομαγμένο βλέμμα σου. Σ’ ακούω να την ξεστομίζεις όλο αυθάδεια. Φοβάσαι να αντικρίσεις τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Φοβάσαι την κριτική, όσο και τη δύναμη που σου υποσχέθηκαν. Αλήθεια, πώς σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις τη δύναμή σου; Δεν ξέρεις. Φοβάσαι και να σκεφτείς ακόμη πως μπορεί κάποια μέρα να ’σαι διαφορετικός: ελεύθερος αντί φοβισμένος, ειλικρινής αντί ραδιούργος, να χαίρεσαι τον έρωτα, όχι σαν τον κλέφτη μες στη νύκτα, αλλά ανοικτά, στο φως του ήλιου. Απεχθάνεσαι τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Αναρωτιέσαι, «Ποιος είμαι εγώ που θα ’χω άποψη, θα κουμαντάρω τη ζωή μου και θα αποκαλώ ολάκερη την οικουμένη δική μου;» Δίκιο έχεις. Ποιος είσαι εσύ που θα διεκδικήσεις τη ζωή σου;”
Για τον συγγραφέα, ο μοναδικός σωτήρας είναι μόνο ο εαυτός του ανθρώπου και ο φασισμός τρυπώνει ακριβώς εκεί που αναζητάμε την αλήθεια μας στους άλλους.
Δεν θέλω να σου πω άλλα γι’ αυτό το βιβλίο. Είναι ανάγκη να το διαβάσεις για εσένα και για εμένα, για τη στιγμή που θα ανταμώσουμε και θα πρέπει να μας αγαπάμε για να ερωτευτούμε. Θα πρέπει να είμαστε ελεύθεροι για να αντέξουμε να θυσιαζόμαστε στα όνειρα μας. Κάθε θυσία που παίρνει ανάσα αξιοπρέπειας και ανεξαρτησίας ανασταίνεται…