Όταν αρχίζεις να γράφεις για τη ζωή κάποιου ανθρώπου που επηρέασε έστω και λίγο τον τρόπο ζωής της εποχής του, προσπαθείς να σταθείς στο έργο του, στα λόγια του, στις πράξεις του. Εν προκειμένω για τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ είναι τεράστια ειρωνία το γεγονός πως όπου και να ψάξεις για εκείνη, από βιβλία μέχρι πηγές στο ίντερνετ, ένα από τα πρώτα πράγματα που αναφέρονται για εκείνη είναι ότι υπήρξε σύντροφος του Σαρτρ. Πόσο μεγάλη ιστορική ειρωνία για τη γυναίκα που θεωρήθηκε -και δικαίως- η μητέρα του φεμινισμού…
Σήμερα τη γνωρίζουμε για το σπουδαίο συγγραφικό της έργο όπου έπλεξε μαεστρικά λογοτεχνική αρτιότητα και υπαρξισμό.
Η Σιμόν γεννήθηκε σαν σήμερα το 1908 στο Παρίσι από αριστοκρατική οικογένεια που όμως εκείνη την εποχή δεν ήταν ακριβώς και στα καλύτερά της. Πήγε σε ιδιωτικά σχολεία ενώ μετά το τέλος της βασικής μόρφωσης βρέθηκε στη Σορβόνη για να σπουδάσει φιλοσοφία. Εκεί γνώρισε και τον Σαρτρ μαζί με τον οποίο δημιούργησε μια ερωτική σχέση ιδιαίτερα αντισυμβατική για τα δεδομένα της εποχής.
Μέχρι το 1943 ήταν καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση ενώ δύο χρόνια εξέδωσε το λογοτεχνικό και πολιτικό περιοδικό “Μοντέρνοι Καιροί” όπου και αρθρογραφούσε τακτικά. Ο τίτλος του εντύπου προερχόταν από την ομώνυμη ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν που είχε κάνει αίσθηση.
To 1949 ήταν η χρονιά που θα την έκανε γνωστή σε όλο τον κόσμο. Εκδίδεται το φιλοσοφικό δοκίμιο “Το δεύτερο φύλο” το οποίο αποτελεί παθιασμένη έκκληση για τη κατάργηση αυτού που η ίδια αποκαλούσε “μύθου του αιώνιου θηλυκού”. Το δοκίμιο είχε τέτοια απήχηση που ανάγκασε το Βατικανό να το συμπεριλάβει στη μαύρη λίστα του, ωστόσο η απαγόρευση δεν εμπόδισε την εξάπλωση της φήμης της Μποβουάρ. Καθε άλλο, μάλλον βοήθησε στο να γίνει ευρύτερα γνωστή. Το βιβλίο θεωρείται ως ένας από τους θέμελιους λίθους για το φεμινιστικό κίνημα.
Η ίδια το περιέγραφε περιληπτικά έτσι…
«Οι σημερινές γυναίκες έχουν σχεδόν εκθρονίσει τον μύθο της θηλυκότητας. Αρχίζουν να κάνουν αισθητή την ανεξαρτησία τους με πολύ συγκεκριμένους τρόπους. Δεν καταφέρνουν όμως εύκολα να βιώσουν απόλυτα την κατάστασή τους ως ανθρώπινα όντα. Έχοντας ανατραφεί από γυναίκες, μέσα στους κόλπους ενός γυναικείου κόσμου, ο φυσιολογικός προορισμός τους είναι ο γάμος, ο οποίος στην πραγματικότητα τις υποδουλώνει ακόμα και σήμερα στον άντρα. Το ανδρικό κύρος κάθε άλλο παρά έχει εξαλειφθεί: στηρίζεται ακόμα σε γερές οικονομικές και κοινωνικές βάσεις…»
Το μυθιστόρημά της “Μανδαρίνοι” που αναφέρεται σε μια ομάδα μανδαρίνων (μελών της μορφωμένης ελίτ) που θέλουν να αποτινάξουν την κοινωνική τους θέση και να αναλάβουν πολιτική δράση, κερδίζει το βραβείο Γκονκούρ το 1954 και προκαλεί αίσθηση για άλλη μία φορά.
Με τη στάση της προκαλούσε πάντα τη συντηρητική κοινωνία της εποχής. Μάλλον το επεδίωκε κιόλας. Ακόμη και στο Les Deux Magots, το καφέ όπου μαζευόταν η γαλλική διανόηση και κυρίως άνθρωποι προοδευτικοί, τα σχόλια που την αφορούσαν δεν ήταν και τα πιο κολακευτικά. Πορνογράφος, νυμφομανής, αχαλίνωτη και αισχρή είναι κάποια από τα αμέτρητα κοσμητικά που τη συνόδευαν.Την ίδια στιγμή όμως όλοι όσοι την επέκριναν, δεν μπορούσαν να ξεχάσουν ότι η Μποβουάρ ήταν μορφωμένη, ήταν έτοιμη για όλα και κυρίως, ήταν μοναδική.
Ήταν 14 Απριλίου του 1986 όταν η Μποβουάρ άφησε την τελευταία της πνοή, νικημένη από την πνευμονία. Ο τάφος της βρίσκεται ακριβώς δίπλα σε εκείνον του Σαρτρ, του άντρα που αγάπησε πολύ έξω από τις καθώς πρέπει κοινωνικές συμβάσες της εποχής και αρνήθηκε να παντρευτεί, συνεπής στην κοσμοθεωρία της: “ο γάμος, είναι περιορισμός, αστικοποίηση, αλλά και θεσμοθετημένη παρέμβαση του κράτους στην ιδιωτική ζωή των πολιτών”.