Μια φορά κι έναν καιρό, ο Κλούνεϊ (ο γνωστός, που διαφημίζει τους καφέδες), βρήκε πεταμένη ανάμεσα σ’ άλλα χειρόγραφα, μια ιστορία των αδελφών Κοέν (των γνωστών, που ‘χουνε κολλητό αυτόν εδώ τον Dude). “Να την κάνω ταινία;” ρωτάει ο Τζόρτζης. “Και δεν την κάνεις!” του απαντάνε οι Κοέν. Και κάπως έτσι, ήρθε στον κόσμο το Suburbicon: η μέχρι στιγμής ταινία της χρονιάς!
Το θέμα ωστόσο, είναι πως αυτή η ταινιάρα έμεινε αζήτητη, στη σκιά ηχηρών γειτόνων (Orient Express, Ragnarok, Mother!) και κακών κριτικών (εξ Αμερικής). Αδικία; Μεγίστη! Και να με συγχωράτε δηλαδή oι προφέσορες της Αμέρικας, όμως αυτή η αδικία πρέπει οπωσδήποτε να τακτοποιηθεί. Χθες. Ε, κι επειδή “χθες” δεν γίνεται, σήμερα Έλληνα αναγνώστη μου, θα σου γνωρίσω…
…μια απ’ τις καλύτερες μαύρες κωμωδίες όλων των εποχών!
Μαύρη φυσικά, αφού όλα γυρίζουν γύρω από ένα (;) έγκλημα. Ο μικρός Νίκι, ζει στην ήσυχη, γαλήνια, χαρούμενη (και φανταστική) κωμόπολη Σαμπέρμπικον του 1959. Κι ενώ η ζωή εκεί δείχνει ανέμελη και ράθυμη σαν διαφημιστικό σποτ, δυο γεγονότα έρχονται να ταρακουνήσουν τα νερά: μια οικογένεια έγχρωμων μετακομίζει στη γειτονιά (πράγμα που ξυπνάει τα ρατσιστικά ένστικτα της “αθώας” πόλης), και σχεδόν ταυτόχρονα δυο κακοποιοί μπαίνουν ένα βράδυ στο σπίτι του μικρού και, χωρίς προφανή αιτία, δολοφονούν τη μητέρα του. Και το πιο παράξενο: μετά από λίγες μέρες, η αστυνομία καλεί τον πατέρα και τη θεία του Νίκι για αναγνώριση υπόπτων, κι εκείνοι επιμένουν να μην αναγνωρίζουν τους δυο δολοφόνους!
Το μυστήριο της ταινίας είναι επιδερμικό, μα όχι κατά λάθος. Εντέχνως και πονηρά βρίσκεται εκεί για να σου ανοίξει την όρεξη. Είναι το πρώτο πιάτο που σε βάζει να “μαντέψεις” τη συνέχεια, κι αφού επιβεβαιωθούν οι υποψίες σου, το φιλμ σερβίρει το κυρίως. Κι εδώ το μενού έχει: κωμωδία και σκληρή κοινωνική σάτιρα. Η μια καλύτερη απ’ την άλλη! Ευτυχώς για σένα, δεν θα χρειαστεί να διαλέξεις.
Σπαρταριστή κωμωδία – Σάτιρα που βρίσκει κόκκαλο!
ΣΠΑΡΤΑΡΙΣΤΗ. Στ’ αλήθεια, χωρίς υπερβολές. Απίθανο χιούμορ κι απολαυστική αίσθηση ρυθμού, μ’ έναν υπέροχα ηλίθιο Ματ Ντέιμον και μια εξαίρετα κυνική, χειριστική, κουτοπόνηρη, βιτσιόζα Τζούλιαν Μουρ σε διπλό ρόλο. Δεν θα χαμογελάσεις, δεν θα χαζογελάσεις, δεν θα χαχανίσεις, θα σκάσεις απ’ τα γέλια! Απ’ την οθόνη περνούν κακοποιοί, κομπίνες, αίμα, πυροβολισμοί και θάνατοι, όμως η ταινία παίζει μαζί σου ένα απολαυστικό παιχνίδι αλά Τομ και Τζέρι: η αγωνία και το σασπένς πέφτουν απροειδοποίητα πάνω στο σουρεάλ και το γκροτέσκ, καθοδηγούμενες από έναν σκηνοθέτη με τεράστια αυτοπεποίθηση.
Ταυτόχρονα όμως, δίπλα στα ματωμένα πλάνα, παράλληλα με το εγκληματικό στόρι και το πετυχημένο χιούμορ, η “τέλεια” αμερικανική επαρχία της απλότητας, βλέπει το σεντόνι να τραβιέται και να μένει τσίτσιδη μπροστά σε κοινό. Αρκεί ένα τόσο δα χτυπηματάκι, για να ραγίσει κι έπειτα από μόνο του να σπάει το προστατευτικό τζάμι, αφήνοντας ελεύθερη την αληθινή, μισαλλόδοξη Αμερική. Και μακάρι να ‘ταν μόνο η Αμερική…
Ένα σάπιο μήλο με γυαλιστερή φλούδα.
Το χαμογελαστό κι ευτυχισμένο Σαμπέρμπικον, δεν αργεί να φανερώσει το ψέμα που κρύβει κάτω απ’ την ατσαλάκωτα χαρούμενη εικόνα του. Μια κοινωνία γεμάτη ανασφάλειες, ενοχές, μια κοινωνία γεμάτη όρεξη για αίμα, που με την πρώτη ευκαιρία (χωρίς καν πραγματική ευκαιρία) ξεκρεμάει το χαμόγελό της κι αφήνει δηλητήριο να τρέξει από το στόμα της. Είναι η ίδια κοινωνία που θα κυνηγούσε μάγισσες το μεσαίωνα. Σαν να μην έχει περάσει μέρα από τότε. Και σαν να μην απέχει 60 χρόνια απ’ το σήμερα.
Αυτή είναι η πραγματική επιτυχία του Κλούνεϊ. Το στιλιζάρισμα, το περιτύλιγμα της φανταστικής του πόλης, το οποίο σκίζει με θαυμαστή υπομονή κι ακρίβεια για να φανεί το σάπιο δώρο που κρύβεται από κάτω. Κι ενώ στο “μαύρο” σπίτι, οι “χαρούμενοι” κάτοικοι βασανίζουν μια οικογένεια που δεν τους έφταιξε σε τίποτα, στο “λευκό” σπίτι συμβαίνουν τέρατα, αλλά… Ε, ο,τι και να συμβαίνει, το σπίτι είναι λευκό, σωστά;
Κι από ελπίδα; Μα φυσικά. Όταν το κουτί της Πανδώρας αδειάσει για τα καλά, δύο παιδιά με διαφορετικό χρώμα, βασανισμένα για διαφορετικούς λόγους κι από διαφορετικούς (;) ανθρώπους, μετά την καταιγίδα βγαίνουν να παίξουνε μαζί λίγο μπέιζμπολ στην πίσω αυλή. Κι όσο υπάρχει αυτή η ελπίδα, δεν θα κερδίσουνε ποτέ τα Σαμπέρμπικον πουθενά στον κόσμο.
Τι ωραίος τύπος που ‘σαι όταν θες, ρε Κλούνεϊ;