Απ’ την εποχή του Γουτεμβέργιου μέχρι τα e-books του σήμερα, αν υπάρχει ένα λογοτεχνικό είδος που συναρπάζει τον κόσμο, αυτό είναι το αστυνομικό. Και όλα τα αστυνομικά της γης, υποκλίνονται σε μία βασίλισσα. Τη γυναίκα που βρίσκεται δεύτερη, αμέσως μετά τη Βίβλο, στη λίστα με τις πωλήσεις βιβλίων από εφευρέσεως τυπογραφίας. God saves, Άγκαθα Κρίστι! Και το διασημότερο βιβλίο αυτής; Το “Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές”.

 

Η περίφημη δολοφονία στο τραίνο λοιπόν, ο πιο διάσημος “άθλος” του Ηρακλή Πουαρό, έσκασε μύτη στο σινεμά μ’ ένα αριστούργημα το 1974 (Σίντνεϊ Λουμέτ) κι ύστερα ταξίδεψε στη μικρή οθόνη: ως πρόχειρη τηλεταινία με τον Άλφρεντ Μολίνα στο ρόλο του ντετέκτιβ, ως ντοστογιεφσκική τηλεταινία με τον “μοναδικό αληθινό Πουαρό” Ντέιβιντ Σασέτ, ακόμη κι ως επετειακό επεισόδιο στο δικό μας “Κόκκινο Δωμάτιο” (εκεί ως Πουαρό – Αστυνόμος Σαμολαδάς, ο απίθανος Αντώνης Καφετζόπουλος!). Συμπέρασμα; Το ‘χουμε δει, το ‘χουμε ξαναδεί, και ξαναδεί. Οπότε…

…τι διαφορετικό έχεις να μας δείξεις, Γκάι Ρίτσι Κένεθ Μπράνα μου;

Εδώ σας το ‘χα ήδη προβλέψει (σιγά την προφητεία, ρε Κάλχα!).Τρέξιμο. Πυροβολισμοί. Στυλιζάρισμα. Ατμόσφαιρα. Φαντασμαγορία. Μαγευτικά “ταξιδιωτικά” πλάνα. Ο Μπράνα προσπάθησε πραγματικά να ανανεώσει το κλασικό μυστήριο, κι αυτή του η προσπάθεια ισορροπεί ανάμεσα στην επιτυχία και την αποτυχία, χωρίς να γέρνει ούτε απ’ τη μια, ούτε απ’ την άλλη. Κι αυτό συμβαίνει γιατί πολύ απλά, κάποια πράγματα του ‘πιασαν και κάποια άλλα όχι.

 

Η φαντασμαγορία δίνει βάθος στην εικόνα και το στυλιζάρισμα κάνει θελκτική μια ταινία που θέλησε να ξεχωρίσει απ’ το ακαδημαϊκό, from the book (κυριολεκτικά!) γύρισμα του Λουμέτ. Από την άλλη μεριά, η ταχύτητα, ειδικά στη φάση της εξιχνίασης και της αποκάλυψης, αποπροσανατολίζει. Το κουβάρι ξετυλίγεται γρήγορα και γι’ αυτό ξεκούδουνα, ώρες ώρες τα συμπεράσματα του ντετέκτιβ μοιάζουν αυθαίρετα. Βλέπεις, σε αντίθεση με τον Σέρλοκ του Γκάι Ρίτσι (που και στα βιβλία του μπορεί κανείς να διακρίνει κομμάτια δράσης κι αυθαίρετων συλλογισμών), το “Οριάν Εξπρές” του Μπράνα προσπαθεί να κουμπώσει τη δράση του πάνω σ’ ένα βιβλίο που δεν είχε εξ αρχής τέτοια κουμπιά. Πώς το προσπάθησε; 

Μ’ ένα σενάριο γεμάτο “κρυμμένες” καινοτομίες.

Ο Μάικλ Γκριν (Logan) πήρε το μυθιστόρημα και το “πείραξε” στις λεπτομέρειες. Άλλοτε με τακτ και πονηριά, κι άλλοτε χοντροκομμένα. Ως εκ τούτου, άλλοτε με επιτυχία: ο έγχρωμος Άρμπουθνοτ κι ο ρατσιστής Χάρτμαν έδωσαν ένα δεύτερο, κοινωνικό επίπεδο στα θέλω της ταινίας, κι άλλοτε αποτυχημένα: ο “δανεισμός” της Πιλάρ Εστραβάδος από άλλο “άθλο” του Ηρακλή, ήταν μια αχρείαστη υπερβολή.

Όμως και πέρα απ’ τα πρόσωπα, στην ίδια την πλοκή: η πρώτη σκηνή της ταινίας, με τον Πουαρό να εξιχνιάζει μια υπόθεση κλοπής στην Κωνσταντινούπολη δούλεψε υπέροχα σαν εισαγωγή στον “νέο” Πουαρό, κι αντίθετα η σκηνή του κυνηγητού στις σκαλωσιές… “σκάλωσε” κι έπεσε στο κενό. Τελικά, σενάριο και σκηνοθεσία φωνάζουν, πρέπει να φωνάξουν, αλλά φωνάζουν λίγο περισσότερο απ’ αυτό το πρέπει.

Ερμηνευτικό μπρα-ντε-φερ χωρίς νικητή. 

Στην αναπόφευκτη σύγκριση με το (διαφορετικού στυλ) διαμάντι του ’74, ο Μπράνα είχε την τύχη να διαχειρίζεται ένα καστ αντίστοιχα λαμπερό μ’ εκείνο του Λουμέτ. Και να κερδίζει μάλιστα σε κάποια σημεία. Ο Τζόνι Ντεπ πείθει (φυσιογνωμικά κυρίως) για παλιάνθρωπος, περισσότερο απ’ τον Ρίτσαρντ Βίντμαρκ. Και μπορεί η Πενέλοπε Κρουζ να φαίνεται λίγη μπροστά στην ερμηνευτική μαγεία της Ίνγκριντ Μπέργκμαν, όμως στο τέλος της βραδιάς αυτό που μετράει είναι η Μισέλ Φάιφερ. Η (ξανά άπαιχτη) Φάιφερ, που στάθηκε μπροστά στην υπέροχη Λόρεν Μπακόλ του ’74, με την ίδια αρχοντιά, την ίδια άνεση, την ίδια ερμηνευτική στόφα μεγάλης κυρίας.

 

Κι ο Πουαρό; Ο μοναδικός πραγματικός πρωταγωνιστής σ’αυτή την ιστορία; Λοιπόν, ο Μπράνα δεν κατάφερε να “κερδίσει” τον (υποψήφιο για Όσκαρ) Άλμπερτ Φίνεϊ, όμως κατάφερε να σε κάνει να συμπαθήσεις τον ανανεωμένο Ηρακλή του. Όχι εύκολα, μα σίγουρα ευκολότερα απ’ όσο σου πήρε να αποδεχτείς τον καινούριο Τζέιμς Μποντ των τελευταίων φιλμ. Γιατί; Γιατί σκότωσε μεν το “ωοειδές” κεφάλι του “αστείου ανθρωπάκου”, μα κράτησε ατόφια την ψυχή ενός πανέξυπνου, παράξενου, αξιαγάπητου ντετέκτιβ. Η ίδια η Αγκάθα (που δεν τον γούσταρε και τόσο τον ήρωά της), τον Πουαρό του Μπράνα σίγουρα θα τον συμπαθούσε!

Υ.Γ. Θα ξαναδούμε άραγε τον Πουαρό με το τεράστιο μουστάκι; Το φινάλε της ταινίας αφήνει υποσχέσεις. Υποσχέσεις που ολόκληρο το είδος των ταινιών “μυστηρίου” τις χρειάζεται. Μακάρι, λοιπόν. Μακάρι, ακόμη κι αν, για μας που αγαπήσαμε τα βιβλία της “βασίλισσας”, φαντάζει ανήκουστο να δούμε ένα “Έγκλημα στον Νείλο” χωρίς να είναι ο Πουαρό απ’ την αρχή επάνω στο καράβι.