Η βία με την Τέχνη, κρατούν ευδιάκριτες αποστάσεις ανά τους αιώνες. Η πρώτη παλεύει να καταπιεί τη δεύτερη, μασουλώντας στίχους, καταπίνοντας ήχους και χωνεύοντας βιβλία. Η δεύτερη, κοντράρει διαρκώς με το πείσμα της να μη σταματά να ανεβαίνει στη σκηνή, να παίζει ξεμαλλιασμένη και ταλαιπωρημένη, γελώντας με όσους την έδειραν στα παρασκήνια και σε λίγο θα την ξανακατεβάσουν, κουτρουβαλώντας την. Ξέρει ότι θα τη δέσουν, θα της κλείσουν το στόμα με βρώμικα πανιά, θα γρατζουνίσουν τον εγωισμό της. Και γελά εκκωφαντικά, στάζοντας στα αφτιά τους ήχους, που δεν μπορούν να αντέξουν και που τη λυτρώνουν.

Την ανέφικτη αυτή συνύπαρξη, που το καλό συναντά το κακό, που το σκοτάδι καίγεται υπέροχα γραφικά στο φως και που δίνει ελπίδα ότι όσο δημιουργούμε Τέχνη σε περιόδους ανακωχής, τόσο μεγαλώνει η ελπίδα μας να κερδίσουμε τον πόλεμο με τα άσφαιρα όπλα μας. Στεκόμαστε με δέος μπροστά σε εκείνους που άντεξαν να είναι δυνατοί μπροστά στο παράλογο και που τα βράδια δραπέτευαν στην Τέχνη, μέσα από το κελί τους. Αφιερώνουμε λίγες αράδες σε αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους, που κατάφεραν να πονούν χωρίς να λυγίζουν, να κλαίνε χωρίς να ντρέπονται και που με τη στάση τους απέδειξαν ότι η βία είναι ενάντια στην ανθρώπινη φύση…

Θανάσης Βέγγος

Ο Θανάσης της καρδιάς μας, που γεννήθηκε τον Μάη του ’27 από τον κυρ Βασίλη και την κυρά Ευδοκία, στο Νέο Φάληρο. Ο πιτσιρικάς, που όταν ο πατέρας του απολύθηκε από το ελληνικό κράτος γιατί ήταν αριστερός και ας είχε σώσει ολόκληρο το εργοστάσιο που δούλευε στην Κατοχή από τους γερμανικούς εμπρησμούς, πουλούσε πάγο και άκουγε το όνομα του σε όλη τη γειτονιά να αντηχεί, για τα θελήματα. Όταν έφτασε η ώρα, υπηρέτησε τη μαμά πατρίδα, που αλλού; Στη Μακρόνησο! Εκεί που σπάραζαν τα νιάτα της Ελλάδας, που ξεχνούσαν ποιο μήνα γεννήθηκαν και πόνταραν σε αυτόν που θα πεθάνουν. Ο Βέγγος κουβαλούσε πέτρες, τις έσπαγε και πνιγόταν στη σκόνη τους. Μια σκόνη, που δεν την άφησε στο νησί των μαρτυρίων. Την πήρε μαζί, σε όλη την μετέπειτα ζωή του, την έβαλε στις ταινίες του, παραμένοντας καθαρός…

Κίττυ Αρσένη

Δεν έχει σημασία αν ξέρεις την Κίττυ Αρσένη, αυτό που έχει νόημα όμως είναι να μάθεις ότι ήταν μια πραγματικά αξιόλογη φιγούρα, που περπάτησε το θέατρο και φόνταρε στον κινηματογράφο, αφήνοντας πολλές φορές τη φωνή της μπροστά σε ένα μικρόφωνο ραδιοφώνου. Αν ποτέ πέσει στα χέρια σου το βιβλίο της “Μπουμπουλίνας 18”, θα μάθεις ότι η αγέρωχη φιγούρα της σπαρτάρισε στα χέρια ανθρώπων, που τους αξίζει ο φόβος της ελευθερίας.

“Όσην ώρα αυτός ο ξανθός με τους παραφουσκωμένους μυς βάραγε φάλαγγες, οι άλλοι χοροπηδάγανε απάνω μου, πατούσαν στο στομάχι μου, μου σφίγγανε τον λαιμό, μου ανάβανε σπίρτα να μου κάψουνε τα μάτια. Τι βλακεία μου να τους φωνάξω ότι θέλω να βλέπω όση ώρα βασανίζομαι….Γιατί εκείνη τη στιγμή πήγε κάποιος να ανάψει το φως. Ο Σπανός όμως τον πρόλαβε: “Όχι φως, αφού θέλει να βλέπει θα μείνει στο σκοτάδι. Κάψτε της τα μάτια!”… 

Τζένη Καρέζη

Έναν μήνα κράτησε στην απομόνωση η χούντα την Τζένη Καρέζη, για “Το Μεγάλο μας Τσίρκο” που χειροκροτούσε πλήθος κόσμους στο θέατρο “ΑΘΗΝΑΙΟΝ”, με σκοπό ο κρότος από τις παλάμες του, να νικήσει τον κρότο από τα πολυβόλα που σάρωναν τους δρόμους, πρωί και βράδυ. Η Τζένη όμως ξέρεις, δεν είναι από αυτές που ίδρωνε το αφτί της με στολές και συνταγματάρχες. Βγήκε, ντύθηκε, στολίστηκε και ανέβηκε ξανά στη σκηνή, με το ίδιο έργο και το ίδιο αίτημα, την ελευθερία. Πήγαινε – έλα στα κρατητήρια και όχι μόνο δεν κατάφεραν να τη φιμώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν να τη συγκρατήσουν ούτε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, που φώναξε με όλους τους φοιτητές και εκείνους που δεν γούσταραν τυράννους στην γκλάβα τους για λίγο ΨΩΜΙ, πολύ  ΠΑΙΔΕΙΑ και άφθονη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ…