Στα Κύθηρα πήγα για να αναρωτηθώ, που στο καλό ξόδεψα 29 καλοκαίρια, αν όχι σε αυτόν τον τόπο. Πήγα για να πιστέψω στον παράδεισο, στα θαύματα και στους εραστές, να κοιμηθώ αλατισμένη σε μια αιώρα κρεμασμένη σε σπηλιά, πάνω από μια θάλασσα που κάθε της κύμα με δρόσιζε ενώ κουνιόμουν πάνω του. Το νησί της Αφροδίτης, μαγεμένο με τα πιο απλά ξόρκια. Λευκά σπίτια με γαλάζια πορτοπαράθυρα, εγκλωβίζουν ακόμη πιο λευκά, δροσερά σεντόνια στην κάψα του καλοκαιριού. Στην κατάψυξη, παγωτό μαστίχα με κόκκινο πιπέρι και φουτουράδα που σε κρατά ζαλισμένο όσο βρίσκεσαι κάτω από μουριές, σε ντουζιέρες που ξεπλένουν το αλάτι και την άμμο που τρυπώνει όπου μπορεί να σε κάνει να χαμογελάσεις πονηρά.

Ένας ανεξέλεγκτος ερωτισμός, με σκοτεινές σπηλιές και νερά που μπορείς να καθρεφτίσεις κάθε σου αλήθεια, να ενωθείς με όλα όσα φαντάστηκες και δεν κράτησες. Ένα ασταμάτητο ερωτικό παιχνίδι, που αν έχεις διαβάσει το “Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι”, μπορείς να καταλάβεις τι ακριβώς εννοώ…

Έτσι, με σαγιονάρες γεμάτες άμμο, μαγιό γεμάτο πετραδάκια και την Αρλέτα να μου θυμίζει πως την καρδιά μας δεν πρέπει να τη δανείζουμε με τόκο, τράβηξα χειρόφρενο στο κομμάτι εκείνο που ο ήλιος έδυε και εγώ στη μέση σχεδόν του νησιού, έπεσα από το κάστρο του αισθησιασμού και της ζωής. Κατάμαυρα και ντροπιασμένα από την αφύσικη γύμνια τους, τα δέντρα τρύπαγαν αντί να κρύβουν τον ουρανό. Ασχημάτιστες πέτρες και λιωμένες από τη φωτιά πινακίδες, σταμάτησαν να δείχνουν κάθε προορισμό, παγώνοντας τον χρόνο σε ένα τοπίο που μάλλον μας αξίζει περισσότερο από κάθε άλλο.

Τίποτα πιο ζωντανό από εμένα, τη μηχανή του αυτοκινήτου και εκείνου που με περίμενε χαμηλώνοντας την Αρλέτα, για να μη σκεφτώ ότι και εκείνη είναι πια νεκρή. Κανένα ζωύφιο να με ενοχλήσει, κανένα ερπετό να με τρομάξει, κανένα τζιτζίκι να με ξελογιάσει. Κορμοί δέντρων, που δεν θα μπορούσα να μετακομίσω ούτε ένα εκατοστό, τώρα μπορώ να τους γκρεμίσω με ένα άγγιγμα κάνοντας τους χίλια κομμάτια. Μαύρα κομμάτια, μαύρο χώμα και μια μυρωδιά ενός πτώματος που αγνοείται.

Πάντα το πτώμα αγνοείται! Κρύβεται στις στάχτες χωρίς κανένα αποτύπωμα. Προσβάλλεται από τη δήθεν αγανάκτηση, βεβηλώνεται κάθε φορά που τραβολογιέται για ευθύνες που ποτέ δεν αποδίδονται. Όλα τα συναισθήματα, τα υπερνικά μια τρομακτική αμηχανία. Η αίσθηση της κατωτερότητας μας, η αηδία προς τον σαδισμό που διαθέτουμε σαν είδος. Δεν σου ανήκουν όλα άνθρωπε! Δεν είσαι το κέντρο αυτού του κόσμου που σου χαρίστηκε για να τον ξεπουλάς. Μας σιχάθηκα! Ούτε τον ίσκιο μας δεν μπορούμε να αντέξουμε πια, τη δροσιά κάτω από τεράστια φύλλα, το πράσινο που γεμίζει το βλέμμα μας, το οξυγόνο που ζωντανεύει τα σάπια μέσα μας.


Καιγόμαστε στην ομορφιά, γιατί νιώθουμε πιο ασφαλής στη ασχήμια. Καίμε δέντρα, ζώα, ρισκάρουμε τις ζωές όσων παλεύουν να σβήσουν τους εφιάλτες. Κυκλώνω τον εαυτό μου. Ούτε στάλα πράσινο, όσο κι αν τεντώνω τα μάτια, στα πέλματα μου. Συνειδητοποιώ ότι τα δάκρυα πριν φτάσουν στα μάτια, εγκλωβίζονται άβολα στη μύτη. Μπαίνω στο αμάξι και για πάνω από δέκα λεπτά με τη βελόνα ταχύτητας να μην πέφτει κάτω από το 60, η γη θρηνεί ό,τι ζωντανό γέννησε. Ένα σπίτι, ένα μικρό μπαλκόνι, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Κοιτούν τον ήλιο που μοιάζει με φλόγες που δεν έχει τίποτα άλλο να κάψει. Χθες, ίσως ήθελαν να κλαδέψουν τις φυλλωσιές, να δουν τη θάλασσα…

Στο σπίτι όλα μοιάζουν όπως πριν. Πολύχρωμα λουλούδια στην αυλή, μια κούνια στα κλαδιά και ένα παράθυρο που όταν το ανοίγεις μπορείς να δεις το πράσινο ακόμη και στο σκοτάδι. Αναπηδώ ξυπόλητη στα πέτρινα σκαλιά, βάζω να σφίξω μια φουτουράδα αρκετά δυνατή στη ρακί, γλυκιά στο μέλι και πικρή στην κανέλα. Μασουλάω λαδοπαξίμαδα με ελιές και ρίγανη κρεμώντας τα πόδια μου σε μια ταράτσα που μου κάνει τη χάρη να δω τη χώρα των Κυθήρων να ανάβει. Αυτήν την ώρα βγαίνουν οι εραστές, περπατούν στις καυτές πέτρες, αγγίζονται και χάνονται. Εγκλωβισμένοι σε έναν παράδεισο που τα κλειδιά κρατάει η κόλαση, που επιστρέφει κάθε καλοκαίρι. Τη φέρνει ο άνεμος, τη θεριεύει η ανοχή μας.

Θέλω να επιστρέφω κάθε χρόνο στα Κύθηρα. Να βρω εκείνο το σημείο, σε εκείνη τη δύση. Να δω τη ζωή να ξεφυτρώνει στις πέτρες, να μη δω αλήτες να χτίζουν πανέμορφα σπίτια που θα θέλω να φωτογραφίσω, γιατί δεν θα ξέρω τι υπήρχε πριν εδώ. Και μετά να πάω στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλονιά, να πάω στον Κάλαμο, στη Λάρισα και στην Πάργα. Να ελπίσω ξανά μάταια ότι ο κόσμος αυτός έχει ελπίδα να ανθίσει ξανά τη ζωή.

Στο καράβι της επιστροφής, αναρωτιέμαι αν εγώ φεύγω από τα Κύθηρα ή αυτά από εμένα. Τα βρήκαμε τα Κύθηρα Δημήτρη Μητροπάνο. Τα βρήκαμε κι ας χάσαμε το πλοίο της γραμμής…

Καλή αντάμωση…