Μεγάλωσα στη Θήβα και μέχρι την 3η Λυκείου δεν είχαμε σινεμά “κανονικό”.
Και όταν πια είχαμε, η γενιά μου έφτιαχνε βαλίτσες για να φύγει από την πόλη.
Στη θέση του είχαμε έναν θερινό, τη “Σόνια”, που άνηκε στον δήμο, και άνοιγε σχεδόν μαζί με το κλείσιμο του σχολείου. Αυτό σήμαινε ότι ανταγωνιζόταν όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες που ένας πιτσιρικάς στα 90s μπορούσε να κάνει το καλοκαίρι (το GameBoy μου δηλαδή, κάτι κόμιξ “Σπάγκερμαν” και ποδόσφαιρο μεγατόνων αμπαλοσύνης στη γειτονιά). Και πολλές φορές τα κέρδιζε.
Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά λόγω αυτής της “πραγματικότητας”, σε όλη την παιδική μου ηλικία πίστευα ότι τα θερινά είναι τα κανονικά σινεμά, ότι το καλοκαίρι είναι η νορμάλ εποχή για να δεις ταινία στη μεγάλη οθόνη. Ο χειμώνας έμοιαζε φτιαγμένος μόνο για βιντεοκασέτες και ξενύχτια μπροστά στην τηλεόραση -χωρίς φωνή πάντα- να κρέμεσαι από κάθε συλλαβή των υπότιτλων για να μη ξυπνάνε οι γονείς.
Παρένθεση. Αυτό δεν είναι μία εισαγωγή στο νέο κομμάτι του Μαζωνάκη με τους Goin’ Through, “γέννημα θρέμμα δυτικής Βοιωτίας, δεν έχουμε σινεμά εμείς εδώ και λόγο τιμής” ή κάτι τέτοιο ανέμπνευστο και κρυόκωλο. Είναι απλά μία πολύ ταπεινή εξήγηση για ποιο λόγο δεν θεωρώ το θερινό κάποια ιδιαίτερη εμπειρία και πάντα θα μου κάνει εντύπωση που κάποιος πάει να δει τις (συνήθως) άθλιες ταινίες που κυκλοφορούν τα καλοκαίρια, μόνο και μόνο για να “ζήσει την εμπειρία”.
Βλέπεις, όταν μιλάμε σε μια παρέα για μία ταινία και εγώ πω “α, ναι, την είχα δει μικρός αυτή στο σινεμά”, εννοώ πάντα τον θερινό και δεν νιώθω καν την ανάγκη να το “επισημάνω”. Είναι αυτονόητο. Σε αντίθεση με κάποιον άλλον που θα τονίσει ξανά και ξανά “ΤΟ ΕΙΔΑ ΣΕ ΘΕΡΙΝΟ ΑΥΤΟ, ΓΑΜΑΤΟ, ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΕΙΧΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΙ 100 ΚΟΥΝΟΥΠΙΑ ΜΟΥ ΡΟΥΦΟΥΣΑΝ ΤΟ ΑΙΜΑ. ΕΧΑΣΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΡΘΕΣ, ΦΟΒΕΡΕΣ ΚΑΝΤΗΛΕΣ. ΝΑ, ΞΥΣΕ ΛΙΓΟ”.
Φυσικά και ζηλεύαμε.
Φυσικά και βλέπαμε στην τηλεόραση να διαφημίζονται ταινίες που θέλαμε σαν τρελοί να δούμε και εμείς ξέραμε ότι έπρεπε να περιμένουμε ως το καλοκαίρι. Φυσικά και κάποιες φορές “απατούσαμε” τη Σόνια με κάποιον κινηματογράφο εκτός πόλης, αλλά αυτές ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Όπως κάθε πιστός σύζυγος θυμάται τις φορές που ξενοκοιμήθηκε, έτσι θυμάμαι και εγώ τις δύο φορές που αμάρτησα (ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΣ ΜΟΥ Ο ΘΕΟΣ, ΠΟΣΟ ΤΟ ΜΕΤΑΝΙΩΣΑ). Καταρχάς, τη μία φορά με ΤΙΜΩΡΗΣΕ ΣΚΛΗΡΟΤΑΤΑ ο ίδιος ο Πανάγαθος. Φύγαμε τρεις φίλοι να πάμε στα Village στο Φάληρο (ολόκληρο ταξίδι τότε με λεωφορείο, συγκοινωνία μετά, κτλ) για να δούμε το Blair Witch Project. Αλλά ο πάτερ Κλεομένης που είναι εκεί έξω και τα βλέπει όλα, μας έκανε να μην προλάβουμε την τελευταία προβολή και έτσι να δούμε στη θέση του ΤΟ ΠΑΝΑΘΛΙΟ END OF DAYS με τον Σβαρτζενέγκερ να παλεύει με τον Διάβολο (και φυσικά να τον νικάει. Ποιος Διάβολος, τι να του πει, σοβαρέψου).
Την άλλη φορά που “τα φόρεσα” στη “Σόνια” ήταν όταν είχε βγει ο Τιτανικός και έβαλαν πούλμαν για να μας πάνε σε σινεμά στη Χαλκίδα (μη γελάς). Δεν θυμάμαι τίποτα από εκείνη τη μέρα, αυθεντικό θηβαϊκό σνομπάρισμα στον Τιτανικό και στον κάθε Τιτανικό. Αυτοί ήμασταν και δεν θα αλλάζαμε για κανένα γαμ@#$@@ πλοίο. (τι λέω;)
Ωστόσο, όοοοοοοοολες οι υπόλοιπες ταινίες που βγήκαν τη δεκαετία του ’90, τις είδα στο θερινό της Θήβας. Από Batman 2, Lion King, Forrest Gump μέχρι το Il Postino και το American Beauty. ΟΛΕΣ. ΟΛΕΣ. ΕΒΡΙ ΣΙΝΓΚΛ ΟΥΑΝ ΟΦ ΔΕΜ.
Και ναι, το συγκεκριμένο θερινό είχε όλα αυτά τα “γραφικά” που σου αρέσει να φαντάζεσαι, μικρέ Ζάχε Χατζηφωτίου. Τραπεζάκια, χαλίκι κάτω, φεγγάρι πάνω, δέντρα στα πλάγια που έριχναν σκιές στην οθόνη, τα κορναρίσματα και τις φωνές απ’ έξω, τη δροσιά, τη καλοκαιρινή χαλαρότητα, πορτοκαλάδες “ΑΓΝΗ” με καλαμάκι, σουβλάκια… Όλα. Ωστόσο, αν σου πω ότι τότε τα θεωρούσα κάτι το ιδιαίτερο, θα σου πω ψέματα. Ήταν μία κανονικότητα.
Μάλιστα, πίσω απ’ το θερινό σινεμά υπήρχε μία μάντρα στην οποία σκαρφαλώναμε για λίγα λεπτά (τόσο αντέχαμε) και βλέπαμε τζάμπα, ζώντας το δικό μας “Σινεμά ο Παράδεισος” από τα Λιντλ. “Βλέπαμε”, δηλαδή, τρόπος του λέγειν. Μια μισή οθόνη περίσσευε για μας, με ήχο που δεν έφτανε ποτέ και όμως εμείς εκεί, θέλαμε να σκαρφαλώσουμε, σαν άλλοι Λευτέρηδες Παπαδόπουλοι με τα κοντά παντελονάκια μας. Ίσως για την αίσθηση της παρανομίας, η οποία πολλές φορές απογειωνόταν στα διαλείμματα των ταινιών, όταν μπαίναμε στη ζούλα μαζί με αυτούς που είχαν βγει για λίγο. Βλέπαμε μισή ταινία, OK, δεν καταλαβαίναμε τίποτα, αλλά το κάναμε για την thug αίσθηση (ηρέμησε).
Ήταν οι πρώτες μας έξοδοι. Ήταν το μέρος που οι γονείς μας άφηναν να πάμε, απ’ το δημοτικό κιόλας ασυνόδευτοι, με τους φίλους μας. Ήταν τόσο ασφαλές, όσο το να σε αφήνανε σε παιδική χαρά. Ίσως ακόμα και πιο ασφαλές. Σαν να σε αφήνανε στο κατηχητικό (όχι με καθολικούς παπάδες).
Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω σε ποιες άλλες επαρχιακές πόλεις συνέβαινε αυτό, να έχουν δηλαδή ΜΟΝΟ θερινό κινηματογράφο και τον χειμώνα να τη βγάζουν με Ρετιρέ και κασέτες “Ο Κίτρινος Σαολίν εναντίον του Μαύρου Νίντζα”. Με λίγα λόγια, δεν ξέρω πόσοι από εσάς θα ταυτιστείτε με αυτό το κείμενο ή θα μου πείτε “ουρτ χωριάταρε. Μπορεί εμείς να μεγαλώσαμε στη Βέροια ή στην Τρίπολη, αλλά είχαμε από ένα σινεμά ο καθένας κάτω απ’ το σπίτι μας”. Ωστόσο, πολύ θα ήθελα να μάθω.
Για την ιστορία πάντως, η “Σόνια” άνοιξε ξανά φέτος, μετά από -ένας Θεός ξέρει- πόσα χρόνια, γεμίζοντας πάλι αυτή τη γωνία του δρόμου με κόσμο και αφίσες. Αυτή τη γωνιά του δρόμου που της ανήκει από πάντα.
ΕΡΧΟΜΑCTE (μόλις πάρω άδεια απ’ την καταραμένη Αθήνα).