Υπάρχει μια παλιά ρήση που λέει ότι “κανένας άνθρωπος από μόνος του δεν είναι ένα νησί”, εννοώντας το αυτονόητο, ότι όλοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδεόμαστε. Η δυστυχία του ενός αγγίζει τον διπλανό του, ο χαμός του μικραίνει το ίδιο σώμα μέσα στο οποίο κατοικούμε όλοι. Αργότερα, οι Simon&Garfunkel, τραγούδησαν “I am a rock, I am an island” (“είμαι ένας βράχος, είμαι ένα νησί”), φέρνοντας τη ρήση στο απομονωμένο σήμερα, όπως λίγο πριν είχε κάνει και ο Χέμινγουέι με το πιο γνωστό του ίσως έργο, το “Για ποιον Χτυπά η Καμπάνα”.
Ωστόσο, δεν θα σου πω ψέματα. Όσες ώρες ήμουν μέσα στον Κορυδαλλό, όλα τα παραπάνω δεν μου πέρασαν ούτε για μια στιγμή από το μυαλό. Υπήρχε μία άλλη ρήση, πιο άμεση που μου καρφώθηκε σχεδόν εμμονικά, αλλά σίγουρα όχι ανεξήγητα. “Κανένας άνθρωπος δεν περισσεύει”, κανένας άνθρωπος δεν είναι για πέταμα, κάτι που είπε πρόσφατα ο Γιώργος Μαργαρίτης σε συνέντευξή του στο Vice και στη δημοσιογράφο Μαρία Λούκα. Και αυτό σκεφτόμουνα όσο έβλεπα τους κρατούμενους γύρω μου.
Η παράσταση “Τρικυμία” του Σαίξπηρ ήταν για μένα η αφορμή να δω για πρώτη φορά το εσωτερικό της πλέον περιβόητης φυλακής της χώρας. Αν και όπως μου είπε ένας κρατούμενος γελαστά “δεν είναι αυτό ο Κορυδαλλός στην πραγματικότητα. Πίσω από εκείνη την πόρτα που βλέπεις ξεκινάνε τα κελιά και δεν έχουν καμία σχέση με αυτό εδώ”.
Και βέβαια δεν είχαν σχέση. Εμείς ήμασταν στην αυλή των φυλακών, εκεί που δεν προαυλίζεται κανείς τους, εκεί που ένα κυλικείο σου θυμίζει έντονα καψιμί… Εκεί που έδωσε το live του ο Μαργαρίτης, το πρώτο live μέσα σε φυλακές στα ελληνικά χρονικά. Ωστόσο, για να φτάσεις μέχρι εκεί, περνάς από δύο πύλες μέσω εξονυχιστικών ελέγχων, αρκετά ψαρωτικών για κάποιον σαν κι εμένα και τον Νίκο τον Ράπτη, τον συνάδελφό μου εδώ στο Provocateur, που πήγαμε παρέα.
Φτάσαμε αρκετά προτού ξεκινήσει η παράσταση, σχεδόν μιάμιση ώρα πριν, προσκαλεσμένοι από τον σκηνοθέτη και εμπνευστή του όλου εγχειρήματος, τον Στρατή Πανούριο.
Τον βρήκαμε στο κυλικείο να μας καλωσορίζει και να επιμένει να μας κεράσει τους καφέδες, παρότι ξεκίνησα τη συζήτηση μαζί του με μία άκομψη και τελικά πολύ αφελή ερώτηση. Ήθελα να μάθω με ποια κριτήρια επιλέχθηκαν οι ηθοποιοί και για να το πω πιο ωμά, “θα μπορούσε κάποιος που έχει σκοτώσει άνθρωπο να παίζει ή επιλέχθηκαν κρατούμενοι με πιο ‘light’ καταδίκες”; Ο Στρατής Πανούριος μου είπε κάτι που έμοιαζε με κανόνα της φυλακής, αληθινό, όχι σαν αυτούς που ακούγονται σε ταινίες που κανείς τους δεν έχει ιδέα πώς είναι τα συρματοπλέγματα από κοντά. “Δεν ρώτησα”, μου είπε. “Αν ήθελε κάποιος να μου πει από μόνος του γιατί είναι εδώ, θα καθόμουν να τον ακούσω. Ωστόσο, εμένα δεν με ένοιαζε. Ήρθε απλά όποιος ήθελε να κάνει μαθήματα στο Εργαστήριο Θεάτρου των Φυλακών του Εθνικού Θεάτρου, και στη συνέχεια να παίξει και στην παράσταση”.
Κάτσαμε στα τραπεζάκια έξω που ήταν γεμάτα από κόσμο για να πιούμε τον καφέ μας –ναι, τελικά μας τον κέρασε- και εκεί ήρθε ξανά το αυτονόητο να μας χτυπήσει κατακέφαλα. Μία συνάδελφος από άλλο μέσο που καθόταν στο τραπεζάκι μαζί μας, μας ρώτησε, αν είμαστε ηθοποιοί, δηλαδή με λίγα λόγια, κρατούμενοι. Είπαμε “όχι” αμήχανα και μετά κοιτάξαμε γύρω μας, δίνοντας τον χώρο στο αυτονόητο να συνεχίσει να μας χτυπάει ανελέητα.
Δεν μπορείς να καταλάβεις ποιος είναι ο φυλακισμένος και ποιος ο επισκέπτης. Πίσω απ’ τα σίδερα βρίσκομαι εγώ και εσύ, βρίσκεται ο κάθε άνθρωπος, όχι κάποιο τέρας, όσο κι αν θέλουμε να το πιστεύουμε για να αισθανόμαστε καλά με τον εαυτό μας, για να αυτοεπιβεβαιώνουμε την ηθική μας ανωτερότητα που δεν θα μας πετάξει ποτέ εκεί μέσα.
Πέρα από έναν αρκετά διάσημο κρατούμενο που αναγνωρίσαμε εύκολα, όλοι οι υπόλοιποι στα μάτια μας φαίνονταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι. Γελούσαν, κάπνιζαν, αγκάλιαζαν τους δικούς τους, έλεγαν τα νέα τους… Ήταν φανερό πώς για εκείνους ήταν μια ιδιαίτερη μέρα, γιορτινή.
Η παράσταση άρχισε μιάμιση ώρα αργότερα. Η ανυπομονησία μας πολύ νωρίτερα.
Ήταν περίεργο να βλέπεις μία παράσταση και την ίδια στιγμή να ακούς ακατάληπτες κραυγές από το εσωτερικό των φυλακών και τους ασυρμάτους των δεσμοφυλάκων να δονούνται συνεχώς αυστηρά και επιτακτικά. Ήταν περίεργο να βλέπεις τους ηθοποιούς να παίζουν και μόλις έφευγε για λίγο το βλέμμα σου από τη σκηνή, αντί για κόκκινα καθίσματα και το σκοτάδι ενός θεάτρου, να βλέπεις ψηλούς τοίχους και εναέρια συρματοπλέγματα σε μορφή οροφής και να σκέφτεσαι “α ναι, τα έβαλαν πάνω απ’ τη φυλακή τότε με την απόδραση Παλαιοκώστα, έτσι ώστε να μην μπορέσει πάλι να προσγειωθεί εκεί κάποιο ελικόπτερο”.
Το κοινό ήταν ανάμεικτο, ταίριαζε με τα συναισθήματα μας. Φίλοι-κρατούμενοι των πρωταγωνιστών να χειροκροτούν και να ενθαρρύνουν, φίλοι από την έξω ζωή να χαίρονται σαν παιδιά για τους δικούς τους, υπάλληλοι διάφορων δημόσιων φορέων να απολαμβάνουν από κοντά αυτό το εγχείρημα. Όλοι μας δίπλα δίπλα. Πουθενά αναμεσά μας δεσμοφύλακες, πουθενά κάποιο χώρισμα ανάμεσα στις καρέκλες. Ο ένας να κάνει πάσα τον αναπτήρα στον άλλον, χωρίς να ξέρεις τι είναι, χωρίς να τον νοιάζει. Ένα θερινό σινεμά σαν αυτά που νοσταλγούν τα τραγούδια, απλώς λίγο πιο άβολο. Με το που ξεκίνησε η παράσταση υπήρχαν μόνο κοινό και ηθοποιοί. Τίποτα άλλο.
Συχνά όταν βλέπω ένα δύσκολο έργο ή διαβάζω ένα δύσκολο βιβλίο, στη συνέχεια ψάχνω να βρω αναλύσεις στο ίντερνετ μπας και καταλάβω κάτι παραπάνω. Αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε. Όχι γιατί κατάλαβα ακριβώς τι ήθελε να πει ο Σαίξπηρ –αυτό αν συμβεί ποτέ, στείλτε με κατευθείαν στη Mensa- , αλλά γιατί η παρουσίαση του μέσα σε μια φυλακή το νοηματοδοτούσε από μόνο της, με περιεχόμενο που ίσως ακόμα και ο Άγγλος συγγραφέας να μην μπορούσε να το σκεφτεί.
Όλα έμοιαζαν με μία γιγάντια φυλακή. Ο ήρωας ο “Πρόσπερος”, ο οποίος είχε ναυαγήσει σε ένα έρημο νησί έμοιαζε φυλακισμένος εκεί με την κόρη του. Ένας τερατόμορφος τύπος είδε τη μάνα του -και μάγισσα- να πέφτει νεκρή από τα χέρια του και αμέσως έγινε δούλος του, ο δικός του φυλακισμένος. Οι νέοι ναυαγοί που έφτασαν στη συνέχεια ήταν και αυτοί “φυλακισμένοι” στο μυστηριώδες νησί. Ο γιος του νεόφερτου ναυαγού που ερωτεύτηκε την κόρη του Πρόσπερου, έμοιαζε κι αυτός με φυλακισμένο, με τη διαφορά όμως ότι μάλλον εκείνος το απολάμβανε.
Όλα μου έμοιαζαν σαν μια τεράστια αλληγορία της πορείας από το έγκλημα στην φυλακή, από την εξιλέωση στην συγχώρεση και τελικά στην επανένταξη στον έξω κόσμο.
Όλες οι σχέσεις των πρωταγωνιστών διέπονταν απ’ αυτό το χαρακτηριστικό: όλοι ήταν δεμένοι μεταξύ τους και ταυτόχρονα όλοι ήταν δεμένοι στο ίδιο μέρος. Μπορείς να δεις εδώ αναλυτικά, την υπόθεση της παράστασης, είμαι ο πλέον ακατάλληλος για να σε βοηθήσω. Άλλωστε, όπως σου λέω και πάλι, μπορεί να το κατάλαβα τελείως λάθος. Φταίει η φυλακή; Φταίει το φτωχό μου το μυαλό; Δεν ξέρω.
Οι ηθοποιοί ήταν εξαιρετικοί από κάθε άποψη. Ακόμα και οι πιο τρακαρισμένοι ή λιγότερο ταλαντούχοι. Η παρουσία τους και μόνο ήταν ανατριχιαστική, είναι άδικο να τους κρίνεις με τα συνήθη κριτήρια. Η μπάντα που τους συνόδευε επί σκηνής ήταν επίσης εκπληκτική. Αλήθεια, περίμενες ποτέ να δεις κάποιον κρατούμενο να παίζει κοντραμπάσο μέσα στον Κορυδαλλό;
Το χειροκρότημα πρέπει να κράτησε έναν αιώνα. Τα χαμόγελα των ηθοποιών ελπίζω να κρατάνε ακόμα και αυτή τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο. “Κανένας άνθρωπος δεν περισσεύει” και εκεί το κατάλαβα πολύ καλά. Σε ευχαριστούμε Στράτο Πανούριε για το πολύ όμορφο εγχείρημα σου. Μακάρι να καθιερωθεί και κάθε χρόνο να βιώνει όλο και περισσότερος κόσμος μια εμπειρία που όμοια της δεν έχει υπάρξει ξανά σ’ αυτήν εδώ τη χώρα.