Παρασκευή, 12.30 μ.μ.
Το συνήθως αραχτό τηλέφωνό μου, χτυπάει τρομαγμένα. Είναι η Τ. Μιλάει γρήγορα. Ο τρόμος μπερδεύει τα λόγια της. Καταλήγει να φωνάξει: «Πρέπει να ‘ρθεις εδώ. Τώρα!».
«Είμαι στου Γκύζη» της λέω. «Είσαι στον Ταύρο. Και είναι 12.30.»
«Έρχομαι με τ’ αμάξι. Σε 15′ να ‘σαι έτοιμος.»
Το ξέρω. Στ’ αυτιά σου, αυτό το τηλεφώνημα μυρίζει γκομενοδουλειά. Αθώε μου αναγνώστη. Εγώ είχα αρκετή πείρα μαζί της. Ήξερα. Η δουλειά που με περίμενε ήταν βρώμικη, όμως όχι με τον τρόπο που νομίζεις…
Σε 15 λεπτά, το λευκό κουπέ ήτανε κάτω απ’ το σπίτι μου. Μπήκα μέσα. Φόραγε πιτζάμες με παπάκια. «Τι συμβαίνει;» ρωτάω. «Είναι τέρας! Είναι γιγάντιο!» μου κάνει, τρέμοντας σχεδόν. 15 λεπτά μετά, έμπαινα στο σαλόνι της. Μου ‘δειξε με τα μάτια την κρεβατοκάμαρα. «Πρόσεξε» είπε και χάιδεψε το χέρι μου. Μπήκα. Σε μια γωνία, το γιγάντιο τέρας κοιτούσε προς το μέρος μου χεσμένο από το φόβο του. Έβγαλα τη σαγιονάρα. Έριξα δύο. Τη μια πίσω απ’ την άλλη. Βγήκα απ’ το δωμάτιο. Πίσω μου, το τέρας κείτονταν νεκρό, σε μια λίμνη πρασινοκίτρινου αίματος…
Το πιο ΑΘΩΟ τέρας του κόσμου
Πέρασαν χρόνια από τότε, μα κάθε καλοκαίρι, όλο το νουάρ αυτής της ιστορίας ακόμα με στοιχειώνει. Μια γυναίκα οδήγησε με τις πιτζάμες της από Ταύρο Γκύζη (στ’ αλήθεια!), για να σκοτώσω την κατσαρίδα της. Γιατί; Έλα ντε! Γιατί να φοβάται κανείς μια κατσαρίδα; Εσύ, (εσύ!) γιατί φοβάσαι την έρμη την κατσαρίδα;
Σοβαρά τώρα, σκέψου το. Tα τζιτζίκια σου σπάνε τ’ αρχίδια τα νεύρα όλο το μεσημέρι – δεν σε πειράζει. Οι σκόροι σου τρώνε τα πουλόβερ σαν να ‘ναι, ξέρω ‘γω, πιτόγυρα – “φύση”, λες, “τι να κάνουμε”; Οι μύγες κάνουν μπάνιο στο νερό της τουαλέτας κι ύστερα μπουκάρουν στο φαΐ σου – “οκ, άραξε, μύγα είναι”. Οι κατσαρίδες ρε κυρά μου, τι σου φταίξανε; Γιατί τις τσιρίζεις όποτε τις βλέπεις;
Ήσυχες; Χαμπάρι δεν τις παίρνεις. Καθαρές; Σκοτώνεις μία, σε τρία λεπτά έχουν έρθει μόνοι τους οι συγγενείς να πάρουνε το πτώμα. Βολικές; Παντού χωράνε! Πραγματικά, τι στην ευχή παίζει με την πάρτη σου; Σταμάτα να ουρλιάζεις και συγκεντρώσου: τι σου ‘χουνε κάνει τα ζωντανά;
Ναι, ρατσισμό το λένε!
Παραδέξου το να τελειώνουμε. Τις μισείς για τρεις λόγους:
- Γιατί είναι άσχημες.
- Γιατί έχουνε τριχούλες στη μούρη.
- Γιατί ζούνε πιο πολύ από σένα (κι αντέχουν σε πυρηνική επίθεση).
Έχουν φταίξει σε κάτι; Όχι! Τις απεχθάνεσαι απλά και μόνο επειδή είναι όπως είναι. Για τον ίδιο λόγο σ’ αρέσουν οι πεταλούδες: επειδή έχουν όμορφα φτερά, με χρώματα και βούλες (όχι, δεν είναι μάτια! είναι βούλες!). Κι εντάξει, στην τελική, γουστάρεις τα πολύχρωμα φτερά; Μαγκιά σου. Δεν σ’ αρέσουνε τα μούτρα της Τερέζας; Μην τη βγάζεις γκόμενα. Όμως εδώ η φάση έχει σκοτωμούς.
Κάθε τόσο ξυπνάς Κλιντ Ίστγουντ, οπλίζεις κατσαριδοκτόνο και φωνάζεις στο έντομο “go ahead cunt, make my day“. Και ναι, αυτό είναι ρατσισμός μάνα μου: είσαι η Κου-Κλουξ-Κλαν των κατσαρίδων. Και να σου πω ακόμα κάτι; Ο θείος μου ο Ευστράτιος είναι άσχημος, έχει τριχούλες στη μύτη και ζει στα 90φεύγα του (μη μιλήσω για “πυρηνικές επιθέσεις”). Τι έγινε, μήπως ψήθηκες ξαφνικά να ψεκάσεις και τον θείο μου τον Ευστράτιο;
Oικολόγοι ντεμέκ, να πούμε…
Άλλοι αυτοί. Δαγκώνω μπέργκερ και την επόμενη μέρα είμαι “άλλος ένας ελεεινός δολοφόνος αθώου χοιρινού”. Για τους δολοφόνους αθώων εντόμων, γιατί στη μούγκα; Επειδή δεν κάνουν οι κατσαριδούλες γούτσου-γούτσου σαν τ’ αρνάκια και τα γουρουνάκια; Και μην ακούσω καμιά χαζή δικαιολογία του στυλ: “ναι μα, οι κατσαρίδες είναι επικίνδυνες”. Πρώτον, είναι επικίνδυνες άμα τις αφήσεις να μπουν στ’ αυτιά σου ή να φάνε απ’ το φαΐ σου (σοβαρά τώρα; τι είσαι, μπέμπα;). Και δεύτερον, στην Κίνα ΤΡΩΝΕ ΚΑΤΣΑΡΙΔΕΣ. Να δω, θα πας να κάνεις σκηνικό στου Κινέζου σεφ για τα δικαιώματα του blatta orientalis; Κι άμα το κάνεις, δεσμεύομαι, δεν ξανατρώω μπέργκερ! Από αύριο φαλάφελ μόνο.
Χωρίς κατσαρίδες δεν θα ‘χαμε “κατσαριδάκι“. Χωρίς κατσαρίδες δεν θα ‘χαμε τους Beatles! Αχάριστε.
Υ.Γ: Αν όλα αυτά σου φαίνονται παράλογα, πιες δυο τεκίλες, άναψε φιδάκι “σιτρονέλα” και κάτσε να δεις το ‘Naked Lunch‘. Κι ύστερα τράβα στην τουαλέτα, άραξε στη λεκάνη και πιάσε κουβέντα με την πρώτη κατσαρίδα που θα δεις. Γαμώ τα παιδιά σου λέω…