Αν υπάρχει ένας γλυκός θόρυβος που δεν μπορείς να ξεχάσεις ΠΟΤΕ στη ζωή σου (όσες δεκαετίες κι αν περάσουν) τότε αυτός είναι σίγουρα ο δυνατός χτύπος απ’ το τελευταίο κουδούνι της χρονιάς. Αυτό το ‘σπασοπουτσι σπαστικό’ ντριν που είναι λες κι η μελωδία του να γράφτηκε στις πύλες τις κολάσεως -ή στο Αλιβέρι- και στιχουργός του να ‘ταν ο Νίκος Καρβέλας. Αλλά εκείνη την μέρα όμως, σου ακουγόταν σαν έναυσμα για την τρίμηνη ελευθερία σου. Και ναι, ήταν το έναυσμα για την τρίμηνη ελευθερία σου…
Ήξερες ΑΚΡΙΒΩΣ τι ώρα θα ‘κανε το τελευταίο ‘ντριν’, είχες δέσει απ’ το προηγούμενο βράδυ σφιχτά τα κορδόνια σου για το σπριντάκι μέχρι την μεγάλη πόρτα και η ΖΩΑΡΑ σου μόλις ξεκινούσε.
Καταρχάς, δεν θα ξαναέβλεπες κολλημένο στο ψυγείο σου με έντονα γράμματα το ‘Γλώσσα-Γλώσσα-Μαθηματικά’. Το βασικό σου βασανιστήριο τελείωσε και πλέον στο ψυγείο επέστρεφαν τα μαγνητάκια από τα μίζερα νησιά που ‘χαν πάει οι δικοί σου ή οι ατελείωτες λίστες για τα ψώνια της βδομάδας.
Ωστόσο, η ανυπέρβλητη χαρά ερχόταν τη στιγμή που συνειδητοποιούσες ότι ΞΕΜΠΕΡΔΕΨΕΣ απ’ το ζόρικο πρωϊνό ξύπνημα. Μπορεί να είχες φροντιστήρια ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να σου καταστρέψει το καλοκαίρι, αλλά αυτό το “ξύπνα 7 το πρωί, βγάλε με ΠΑΓΩΜΕΝΟ πολύ ΠΑΓΩΜΕΝΟ νερό τις τσίμπλες απ’ τα μάτια σου και άκου έναν τύπο 40 χρόνια μεγαλύτερό σου να σου ζητάει να θυμηθείς το πρώτο όνομα της γυναίκας του κουμπάρου του Θησέα” δεν θα το ξαναζούσες για ένα γεμάτο τρίμηνο!
ΚΑΙ Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΤΑ ΠΡΩΙΝΑ ΘΑ ΕΔΕΙΧΝΕ ΠΑΙΔΙΚΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΓΕΡΟΥΣ ΠΑΣΟΚΟΥΣ ΠΟΥ ΓΚΡΙΝΙΑΖΟΥΝ ΓΙΑ ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ.
Ήταν το πρώτο βράδυ που μπορούσες μετά από καιρό να ξενυχτήσεις σαν άνθρωπος, χωρίς να ‘χεις τύψεις αν κοιμηθείς στις δώδεκα στη μία ή στις δύο. Γιατί πολύ απλά… δεν είχες τίποτα να κάνεις την άλλη μέρα. Εξού και το λιώσιμο στα βίντεο παιχνίδια, τα μπουγέλα όπου έβρισκες διαθέσιμο νερό και τα γδαρσίματα (χρααααααατς) σε όλα τα βιβλία της περσινής χρονιάς. Ή και κάψιμο, για τους πιο τολμηρούς!
Kαι η χαρά σου γινόταν ακόμα μεγαλύτερη όταν κοιτούσες το ημερολόγιο «Ωχ, τελειώσαμε και είναι μόλις 15 Ιουνίου. Τι θα κάνω εγώ μωρέ μέχρι τις 11 Σεπτέμβρη;;;» και κατευθείαν κατέβαινες βόλτα στην πλατεία για να συλλογιστείς μόνος σου, κάνοντας ποδήλατο και κρατώντας στο ένα χέρι παγωτό, στο άλλο μινέρβες, στο δεξί πόδι μια μπάλα ποδοσφαίρου και στ’ αριστερό μία μπάσκετ.
Εκτός κι αν απαντούσε η μάνα σου «Θερινααααα Νικολάκη» οπότε κάπως έτσι άδοξα τελείωνε και το όλο γαμάτο σκηνικό που ‘χες χτίσει στο μυαλό σου.
Αλλά ακόμα και τα θερινά ας πούμε δεν έμοιαζαν με το σχολείο. Όπως δεν είχες όρεξη εσύ για μάθημα, έτσι δεν είχε όρεξη ούτε η δασκάλα, επομένως τα 3/4 της ώρας χαζολογούσατε παρέα. Μέχρι να ‘ρθει το μουντ των Πανελληνίων και να χαλάσει το κλίμα αγάπης που είχατε φτιάξει.
Συνοψίζοντας τώρα. Είτε γούσταρες σχολείο (λεεεεμε τώρα), αλλά είτε όχι, η τελευταία μέρα ήταν καύλα ευτυχία για όλους. Ε, ναι, και για τους καθηγητές. Τι νόμιζες δηλαδή;;; Ότι αυτοί ήθελαν να ακούν τη γκρίνια σου με 40 βαθμούς κελσίου και χωρίς ερκοντίσιον στην τάξη;;;
Γι’ αυτό και στις 15 Ιουνίου, πήγαινε έξω από ένα δημοτικό, γυμνάσιο (άντε και λύκειο) και άκουσε τα ουρλιαχτά χαράς απ’ τους μαθητές. Τότε ίσως καταλάβεις ότι η καλύτερη μέρα της ζωής μας ήταν εκείνο το τελευταίο κουδούνι.
Στο πρώτο χτύπημα σβήνω τα φώτα / δεύτερο χτύπημα είμαι στην πόρτα / στο τρίτο χτύπημα η πόρτα ανοίγει / μην επιμένεις, έχω φύγει…
Καλή ξεκούραση παίδες!
Kείμενο: Νίκος Ράπτης