Αρχικά, να πούμε ότι το να ήσουν ευνούχος στα βυζαντινά χρόνια, δεν ήταν κάτι ντροπιαστικό.
Το αντίθετο.
Οι ευνούχοι θεωρούνταν ως οι πλέον ικανοί και κατάλληλοι για να αναλάβουν κάποιο διοικητικό ή θρησκευτικό αξίωμα.
Επιπλέον, λόγω της “ιδιαιτερότητάς” τους, οι αυτοκράτορες αισθάνονταν απολύτως ασφαλείς δίπλα τους, καθώς στην αυτοκρατορία ίσχυε ο κανόνας ότι κάποιος που δεν είναι αρτιμελής, δεν μπορεί ποτέ να διεκδικήσει τον θρόνο.
Αυτό βέβαια σήμαινε ότι πολλές φορές ο ευνουχισμός χρησιμοποιούταν ως προληπτικό μέτρο ή τιμωρία για κάποιον που ανταγωνιζόταν τον αυτοκράτορα.
Απ’ την άλλη μεριά, βέβαια, υπήρχαν και πολλοί φτωχοί που ευνουχίζαν οι ίδιοι τα παιδιά τους προκειμένου να έχουν μία καλύτερη μοίρα από τους ίδιους.
Και τέλος, υπήρχαν και πολλοί ευνούχοι, που όχι μόνο διέπρεψαν ως “επαγγελματίες συμβουλάτορες”, αλλά έφτασαν στο σημείο να είναι πιο ισχυροί ακόμη και απ’ τον ίδιον τον αυτοκράτορα.
Δες 4 απ’ αυτούς.
1. Ναρσής Καμσαρακάν (478 – 574)
Ο Ναρσής αποτελεί σπάνια περίπτωση, γιατί δεν περιορίστηκε στα παραδοσιακά καθήκοντά των ευνούχων, δηλαδή να είναι ο γραφειοκρατικός “Χλαπάτσας” του αυτοκράτορα, αλλά ανέλαβε μέχρι και το αξίωμα του στρατηγού, κάτι αδιανόητο για ευνούχο.
Κι όμως. Επί Ιουστινιανού αποδείχθηκε “σκληρό καρύδι” (ουπς) και έκανε το όνειρο του Αυτοκράτορα πραγματικότητα. Να κατακτήσει την νότια Ιταλία και την Ρώμη (την αυθεντική) ξαναφέρνοντας την αυτοκρατορία στη παλιά της δόξα (τουλάχιστον όσον αφορά τα σύνορα). Το εντυπωσιακό είναι ότι έκανε στην άκρη τον Βελισάριο τον αγαπημένο στρατηγό του Ιουστινιανού, μία στρατιωτική ιδιοφυΐα, για χάρη του οποίου μάλιστα είχε “κατασκευαστεί” και ένας βαθμός ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΠΑΡΤΗ ΤΟΥ, εκείνος του “Στρατηγού Αυτοκράτορα”… Γενικότερα όμως ο Βελισάριος δεν ήταν και στην καλύτερη φάση της ζωής του τότε, καθώς μόλις είχε μάθει ότι η νο1 ΜΟΙΧΑΛΙΔΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ, η γυναίκα του η Αντονίνα, έκανε ακατανόμαστες πράξεις με τον θετό του γιο, ακόμα και μπροστά στους υπηρέτες.
Το 551 μ.Χ, λοιπόν, ο Ναρσής που είχε πια πατήσει τα 70, πάτησε και τους Γότθους σε μία σειρά από δύσκολες μάχες και έγινε κυβερνήτης της Ρώμης, την οποία οι Βυζαντινοί θα συνέχιζαν να διοικούν επί 16 χρόνια παρέα με τον Πάπα.
Στη στάση του Νίκα πάντως δεν διαδραμάτισε και τον καλύτερο ρόλο, καθώς ως διοικητής της Αυτοκρατορικής Σωματοφυλακής ήταν εκείνος που έφραξε την κύρια είσοδο του Ιπποδρόμου, ώστε να σφαγιαστούν με την ησυχία τους 30.000 επαναστάτες.
Για Αρμένιος ευνούχος πάντως που αρχικά πολεμούσε τους Βυζαντινούς με το μέρος των Περσών, όχι μόνο τα πήγε καλά και κράτησε το κεφάλι του, αλλά έφτασε και εξαιρετικά ψηλά. Ρισπέκτ τεράστιο, λοιπόν.
2. Σταυράκιος Vs Αέτιος
Η σατανική Ειρήνη η Αθηναία όταν το 780 μ.Χ.πέθανε ο άντρας της και αυτοκράτορας Λέων ο Δ’ (γνωστός και ως ο Χάζαρος) ανέλαβε την αντιβασιλεία και έγινε επίτροπος του ανήλικου γιου της Κωνσταντίνου ΣΤ’. Στο πλάι της τοποθέτησε έναν πανούργο ευνούχο τον Σταυράκιο, που τη συναγωνιζόταν σε αθλιότητα και σκατοψυχιά.
Αρχικά τον είχε βάλει στη θέση του “Λογοθέτη του Δρόμου” (κάτι σαν τον σημερινό υπουργό Εξωτερικών) αλλά στην πραγματικότητα συμβασίλευε μαζί του. Ο Σταυράκιος ήταν πανίσχυρος. Ο Κωνσταντίνος ακόμα κι όταν ενηλικιώθηκε ήταν απλά ένα πιόνι στα χέρια αυτών των δύο και δεν είχε καμία αληθινή εξουσία.
Ώσπου μια μέρα ο Κωνσταντίνος ο ΣΤ’ “ξύπνησε”, πήρε μαζί του και κάτι Αρμένιους στρατιώτες που στασίασαν εναντίον της Ειρήνης για λόγους που δεν έχουν σημασία τώρα και επιβλήθηκε της μαμάκας του, εξορίζοντάς τον ευνούχο της, αφού πρώτα τον μαστίγωσε και βασάνισε. Σύντομα όμως του έλειψε το σπιτικό φαγητό, το μετάνιωσε και την κάλεσε πίσω να συνεχίσει να συμβασιλεύει μαζί του, παρέα με τον Σταυράκιο. Και αυτό ήταν το τέλος του.
Με το που γύρισε ο Σταυράκιος το πρώτο πράγμα που έκανε (πάντα μαζί με την βασιλομήτωρ) ήταν να συλλάβει με δόλο τον αρχηγό των Αρμένιων, που εν τω μεταξύ είχαν στασιάσει ξανά εναντίον τους, τον Αλέξιο Μοσηλέ, και να τον τυφλώσει (παρότι του είπε, “έλα παραδώσου, δεν θα σε πειράξει κανείς, να ορκίζομαι, φιλάω σταυρό”).
Και στη συνέχεια έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στο σχέδιο ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗΣ ΜΑΝΑΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Η Ειρήνη θέλοντας να μείνει η μόνη κυρίαρχος στην αυτοκρατορία, πρόδωσε τον γιο της (του έδωσε λάθος πληροφορίες για μία μάχη με τους Άραβες, κάνοντας τον να υποχωρήσει και στη συνέχεια τον διέβαλλε ως δειλό) και έστειλε να τον συλλάβουν. Ωστόσο, δεν σταμάτησε εκεί. Μέσα στην ίδια αίθουσα που τον είχε γεννήσει, στην “αίθουσα της Πορφύρας” (εξ ου και το “Πορφυρογέννητος” που έπαιρναν ως προσωνύμιο πολλοί αυτοκράτορες) διέταξε ΝΑ ΤΟΥ ΒΓΑΛΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ, με αποτέλεσμα λίγο αργότερα να πεθάνει από επιπλοκές, κλεισμένος σε κάποιο μπουντρούμι.
“ΣΟΚ ΒΟΜΒΑ ΕΙΔΗΣΗ ΣΟΚ! ΔΕΝ ΘΑ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ΤΙ ΕΚΑΝΕ ΑΥΤΗ Η ΜΑΝΑ ΣΤΟΝ ΓΙΟ ΤΗΣ”!!!
Εκεί όμως που ο Σταυράκιος σου λέει “όπα εδώ είμαστε, τώρα κάνουμε κουμάντο εμείς”, εμφανίστηκε ένας άλλος ευνούχος, ο Αέτιος, επίσης έμπιστος της Ειρήνης και πρωτοσπαθάριος της, που της είπε “πρόσεχε. Πάει να σου φάει τον θρόνο αυτός”. Εκείνη τον πίστεψε, συγκάλεσε συμβούλιο, αλλά ο πιστός της σκύλος της απέδειξε ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο, κρατώντας το κεφάλι του στη θέση του.
Και εκεί άρχισε μία κόντρα ανάμεσα σε αυτούς τους δύο, με δολοπλοκίες, ρουφιανιές, διάφορες ανίερες συμμαχίες και η οποία τελείωσε μόνο όταν ο Σταυράκιος αρρώστησε ξαφνικά, άρχισε να βήχει αίμα, ώσπου να πεθάνει το 800 μ.Χ. ΤΙ ΝΑ ΕΦΤΑΙΓΕ ΑΡΑΓΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΦΝΙΚΗ ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ; ΕΛΑ ΝΤΕ;;; ΠΟΛΛΑ ΑΚΟΥΣΤΗΚΑΝ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΗΣΟΥΜΕ ΑΔΙΚΑ ΤΟΝ ΥΠΕΡΣΑΤΑΝΙΚΟ ΑΕΤΙΟ.
Στη συνέχεια ο Αέτιος ήταν ένας απ’ αυτούς που χάλασε το παραλίγο προξενιό της Ειρήνης με τον Καρλομάγνο, ενώ όταν είδε ότι η βασίλισσα μάζευε υπογραφές για να “χαιρετήσει τον πλανήτη” σιγά σιγά, προσπάθησε να βάλει τον αδερφό του στον θρόνο του αυτοκράτορα. Έπεσε άκυρο πανηγυρικό όμως, όταν ο Λογοθέτης του Γενικού (ο σημερινός υπουργός Οικονομικών δηλαδή) Νικηφόρος ο Α’ οργάνωσε πραξικόπημα και πήρε αυτός την εξουσία, κλείνοντας την Ειρήνη σε κάποιο μοναστήρι. Έτσι, ο Αέτιος απλά συνέχισε να ζει μία απλή και γεμάτη απανθρωπιά ζωή, μέσα στο παλάτι έως τον θάνατό του, για τον οποίο δεν ξέρουμε καν πότε επήλθε. Τόσο αδιάφορος κατάντησε.
3. Ιωσήφ Βρίγγας (…-965)
Ο Ιωσήφ Βρίγγας ήταν μία ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Όσο ικανός ήταν στην διοίκηση και στο να “κερδίζει” τίτλους και τιμές, τόσο πονηρός και σκοτεινός ήταν στις υπόλοιπες κινήσεις του.
Ως αυλικός του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, κέρδισε σύντομα την εύνοια της Θεοφανώς, της νύφης του Αυτοκράτορα, η οποία κατάλαβε ότι είναι μεγάλο γατόνι και φρόντισε να τον έχει από κοντά.
Πρώτη της κίνηση ήταν όταν απομακρύνθηκε ο Βασίλειος Λεκαπηνός από παρακοιμώμενος του Αυτοκράτορα -ένας άλλος ευνούχος για τον οποίο θα πούμε πολλά περισσότερα στο 2ο μέρος- να καταφέρει να βάλει δίπλα του τον δικό της ρουφιάνο άνθρωπο, δηλαδή τον Βρίγγα.
Έτσι, όταν πέθανε ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος στα 54 του χρόνια (λέγεται ότι τον δηλητηρίασε η Θεοφανώ), το 959 μ.Χ. ο Βρίγγας βρέθηκε πανίσχυρος. Ο γιος του Πορφυρογέννητου και νέος αυτοκράτορας, Ρωμανός Β’ του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και ο ίδιος ήταν τόσο αδιάφορος για την εξουσία που όλη τη μέρα την περνούσε στο κυνήγι, στον αθλητισμό και στα φαγοπότια.
Ουσιαστικός κυβερνήτης την αυτοκρατορίας ήταν ο ευνούχος ο οποίος αποδείχθηκε εξαιρετικά ικανός. Είχε κατορθώσει να σώσει από τον λιμό την Πόλη το 960 μ.Χ., μειώνοντας τις τιμές όλων των προϊόντων πρώτης ανάγκης στο μισό, ενώ επίσης με νόμους προστάτεψε τους μικροϊδιοκτήτες από την απληστία των πλουσίων. Παράλληλα, αύξησε και τους μισθούς των κατώτερων στρατιωτών, δείχνοντας παράλληλα μεγάλο ενδιαφέρον για το κοινωνικό κράτος (όσο πρωτόγονο και αν ήταν τότε).
Ήταν εκείνος μάλιστα ο οποίος επέμεινε ότι ο στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς έπρεπε να επιτεθεί στην Κρήτη το 961 μ.Χ και να την πάρει απ’ τα χέρια των Σαρακηνών, πράγμα και που έγινε μετά από 136 χρόνια κατοχής. Κατά την πολύμηνη πολιορκία του Φωκά, με δικές του ενέργειες πρόλαβε να στείλει τεράστια ποσότητα τροφίμων στους πολιορκητές, προκειμένου να αντέξουν κατά την πολιορκία του Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο).
Και ό, τι καλό είχαμε να πούμε γι’ αυτόν τον κύριο, τελειώνει κάπου εδώ, μαζί με μια συνωμοσία κατά της ζωής του Ρωμανού που πρόλαβε να αποκαλύψει.
Ο Ρωμανός ο Β’ πέθανε πολύ νέος, το 963 και η Θεοφανώ έπρεπε να προστατέψει τον θρόνο, τα παιδιά και της ζωή της… Αυτό σήμαινε τότε ότι έπρεπε να παντρευτεί κάποιον ισχυρό.
Ο Ιωσήφ Βρίγγας, όμως, του οποίου οι φιλοδοξίες δεν σταματούσαν πουθενά, βλέποντας τότε ότι η Θεοφανώ γλυκοκοιτούσε προς τον Νικηφόρο Φωκά για να τον κάνει άντρα της, τον κάλεσε στο παλάτι του με σκοπό να τον τυφλώσει και να τον στείλει στην εξορία. Ο Νικηφόρος, αν και είχε συνεργαστεί παλιότερα με τον Βρίγγα και τον εμπιστευόταν, εκείνη τη μέρα κατάλαβε την παγίδα και δεν εμφανίστηκε ποτέ για κουβεντούλα.
Λίγο μετά έφυγε για την Καππαδοκία και εκεί μέσα από δαιδαλώδεις ραδιουργίες ο Βρίγγας προσπάθησε να προσεταιριστεί τον Ιωάννη Τσιμισκή, ανιψιό του Φωκά από τη μεριά της αδερφή του και τον στρατηγό Ρωμανό Κουρκούα για να τον συλλάβουν. Υποσχέθηκε μάλιστα στον Τσιμισκή ότι αν προδώσει τον θείο του, θα χρίσει εκείνον αυτοκράτορα. Ο Τσιμισκής όμως τα σφύριξε όλα στον Φωκά, και εκείνος αφού ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας απ’ τον στρατό του, άρχισε να κατευθύνεται προς την Πόλη.
Εκεί, ο Βρίγγας προσπάθησε να ξεσηκώσει τον λαό σε επανάσταση αλλά βρήκε μπροστά του τον Βασίλειο Λεκαπηνό, τον ευνούχο που αναφέραμε πιο πάνω, ο οποίος την κατέστειλε και ξεσήκωσε τη δική του υπέρ του Φωκά. Ο Βρίγγας κλείστηκε στην Αγία Σοφιά, έσωσε τη ζωή του, αναγνώρισε ως βασιλιά των Νικηφόρο Φωκά και έφυγε εξόριστος για την Παφλαγονία. Εκεί κλείστηκε σε μοναστήρι και δυο χρόνια αργότερα πέθανε.
Το μεγάλο του λάθος του όμως, δεν ήταν ότι πήγε να τα βάλει με τον Νικηφόρο Φωκά, αλλά με τον πανούργο Βασίλειο Λεκαπηνό, όπως θα δούμε και στο 2ο μέρος.