Kανείς δεν θέλει να πάει στον γιατρό. Είμαι σίγουρος ότι ούτε καν οι γιατροί θέλουν να πάνε στον γιατρό. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο αυξάνονται οι διαφορετικοί γιατροί που πρέπει να επισκεφθώ. Ένας, όμως, παραμένει σταθερός εδώ και χρόνια: ο οδοντίατρος. Η μία επίσκεψη που δεν θες να κάνεις.
Όλοι μας αναβάλλουμε αυτή την επίσκεψη. Αλλά, κάποια στιγμή, σκάει ένας πόνος στα δεξιά δόντια και ξέρεις ότι ήρθε η ώρα. Η ώρα που πρέπει να αποδεχθείς ότι πλέον θα μασάς μόνο από τ’ αριστερά. Ξαφνικά όμως, λίγους μήνες μετά, αρχίζουν να πονάνε και τα αριστερά, οπότε πλέον ξέρεις ότι ήρθε το αναπόφευκτο: πρέπει να κόψεις τη στερεά τροφή. Μόνο όταν φτάσεις στο σημείο να σε χτυπάει κρύος αέρας στα δόντια και να πονάνε, θ’ αποφασίσεις να πάρεις τηλέφωνο στον οδοντίατρο. Για να σου κλείσει ραντεβού τουλάχιστον τέσσερις μήνες μετά.
Ξέρεις ότι θα έχεις πρόβλημα όταν πας στον οδοντίατρο. Γιατί θυμάσαι ότι σου είχε πει να πλένεις τα δόντια σου τρεις φορές τη μέρα, να κάνεις νήμα και να χρησιμοποιείς στοματικό διάλυμα. Εσύ, όμως, αυτά τα έχεις κάνει μόνο δύο φορές: τη μέρα μετά την επίσκεψή σου στον οδοντίατρο και τη νύχτα πριν ξαναπάς στον οδοντίατρο. Για δύο χρόνια δεν κάνεις τίποτα, και λίγες ώρες πριν πας, δείχνεις υπερβάλλοντα ζήλο: πλένεις τα δόντια οχτώ φορές, κατεβάζεις ένα μπουκάλι διάλυμα, παίρνεις λευκή μπογιά και τα περνάς ένα χέρι. Λες και θα πας στον οδοντίατρο και θα τον ξεγελάσεις. Λες και θα δει τα δόντια σου και θα είναι κάπως: «Ουάου! Δύο χρόνια ούτε που τ’ ακούμπησες, αλλά σήμερα έκανες εξαιρετική δουλειά, μπορείς να φύγεις!»
Αυτή η τακτική είναι ανάλογη με την παράνοια που ’πιανε τη μάνα σου μία μέρα πριν έρθει στο σπίτι η γυναίκα για να καθαρίσει. Που απλά καθόταν και καθάριζε τα πάντα. Γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, η καθαρίστρια δεν ερχόταν για να καθαρίσει, αλλά για να επιθεωρήσει πόσο καλά καθαρίζει η μάνα σου.
Η εμπειρία του οδοντιάτρου είναι χάλια για πολλούς λόγους. Η μιζέρια ξεκινάει από την αίθουσα αναμονής, όπου κάθεσαι μαζί με άλλους μετανιωμένους ανθρώπους και ξεφυλλίζετε ξεσκισμένα περιοδικά απ’ το 1996. Σε φωνάζουν να πας μέσα κι εσύ βιάζεσαι να τελειώσεις το άρθρο με τίτλο «Η κρίση στα Ίμια».
Όταν μπεις στην αίθουσα του πόνου, σε ξαπλώνουν σε μια καρέκλα και σου βάζουν στον λαιμό ένα κολιέ με μανταλάκια κι ένα κομμάτι λαδόκολλα. Νιώθεις για λίγο ότι θα φας κοψίδια, αλλά δυστυχώς σύντομα μαθαίνεις ότι θα γίνει κάτι απείρως χειρότερο. Ο οδοντίατρος πιάνει κάτι που μοιάζει με στυλό, αλλά στην άκρη έχει τον γάντζο του Κάπταιν Χουκ! Αρχίζει και σκαλίζει τα δόντια και τα ούλα σου και μετά αναφωνεί: «Χμμμ… ματώνουν. Αν τα έπλενες πιο συχνά, δεν θα μάτωναν». Ναι… Επίσης, αν εσύ δεν μου τα μαχαίρωνες, δεν θα μάτωναν. Τι μέθοδος ακριβώς είν’ αυτή; Φαντάσου να το κάνανε όλοι οι γιατροί αυτό. Να πήγαινες στον παθολόγο, να σε πυροβολούσε και μετά να έλεγε: «Χμμμ… έχεις μια τρύπα στο στέρνο. Αν έτρωγες καλύτερα και πήγαινες γυμναστήριο, δεν θα είχες».
Η εξέταση και η επιδιόρθωση είναι εφιαλτικές, αλλά υπάρχει κάτι που τις κάνει ακόμα χειρότερες, κι αυτό είναι η φλυαρία του οδοντιάτρου. Σ’ έχει ξαπλώσει, έχει βάλει στο στόμα σου δύο τεράστια βαμβάκια που μοιάζουν με ταμπόν, μια μίνι ηλεκτρική σκούπα για τα σάλια, τον τροχό και τα δύο του χέρια, και τι κάνει; Αποφασίζει ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να σου κάνει ερωτήσεις. Λες και είστε δύο παλιόφιλοι που βγήκαν για καφεδάκι. Οι ερωτήσεις, εν τω μεταξύ, δεν είναι απ’ αυτές που απαντιούνται με «ναι» ή με «όχι». Είναι ερωτήσεις ανάπτυξης.
-Πού πήγες διακοπές φέτος;
-Τι ομάδα είσαι και γιατί;
-Πού βλέπεις τον εαυτό σου σε πέντε χρόνια;
Και το μαγικό με τους οδοντιάτρους είναι ότι πάντα καταλαβαίνουν τις απαντήσεις σου. Αυτό που λες εσύ είναι «Ιοσμςηβςοσοςςιοςμξαααοαμακααοαξξυς» και ο οδοντίατρος σου απαντάει: «Ναι, καταπληκτικό νησί η Πάρος, όντως οι παραλίες της είναι μοναδικές». Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι είχαν κάποιο μάθημα στη σχολή για να αποκρυπτογραφούν τα λεγόμενα των ασθενών. Κάποιο μάθημα στο τρίτο έτος, που ήταν παλούκι, και όλοι κοβόντουσαν.
Το μαρτύριο του καθαρισμού σταματάει ανά τακτά χρονικά διαστήματα για να φτύσεις. Δεν πιστεύω πως υπάρχει πραγματική ανάγκη για κάτι τέτοιο καθότι, όπως είπα πριν, υπάρχει η μίνι ηλεκτρική σκούπα. Ο λόγος που το κάνει αυτό ο οδοντίατρος είναι για να διασκεδάσει μαζί σου. Για να σε δει να παλεύεις να εστιάσεις το φτύσιμό σου στον πιο μικρό νιπτήρα στη Γη. Σ’ έναν νιπτήρα που, απ’ ό,τι φαίνεται, έχει κλαπεί από άλλο οδοντιατρείο: το οδοντιατρείο της Barbie.
Η εμπειρία της επίσκεψης στον οδοντίατρο ολοκληρώνεται πάντα με την ίδια ατάκα, μία ατάκα που δεν έχει νόημα. Η ατάκα αυτή είναι: «Τελειώσαμε για σήμερα, δεν θέλω να φας ή να πιεις τίποτα για τρεις ώρες». Η δική σου σκέψη, μετά από τόσο πόνο που έχεις τραβήξει, είναι: «Δεν θα φάω και δεν θα πιω τίποτα ποτέ ξανά.»
Αλλά, ακόμα και να ’θελες να φας ή να πιεις κάτι, πώς ακριβώς θα γινόταν; Τα ούλα σου αιμορραγούν, σου έχει χτυπήσει τρεις αναισθησίες, κάνοντας το χείλος σου να κρέμεται σαν ουρά στο πάτωμα, ενώ το δεξί σου μάγουλο είναι τόσο πρησμένο λες κι έχει από μέσα μια μπάλα του γκολφ.
Τι μπορείς να κάνεις σ’ αυτή την κατάσταση; Δεν μπορείς καν να μιλήσεις. Θα πας σε σουβλατζίδικο για πιτόγυρα; Τι θα καταλάβει ο σουβλατζής όταν του πεις: «Ηαξδξκακαικαιιαλαλαοαοαοα»; Η μόνη σου ελπίδα να σε καταλάβει θα ήταν αν ο σουβλατζής τυχαίνει να είναι άνεργος οδοντίατρος. Στην οποία περίπτωση, θα σου απαντήσει με χαρά: «Δύο πίτα γύρο απ’ όλα και μια cola. Κάτσε, και σ’ τα φέρνω!»
Για περισσότερες ιστορίες από το βιβλίο του Λάμπρου Φισφή με τίτλο “Τετράδιο Κωμωδίας”, ρίξε μια ματιά εδώ!