Ο λατρεμένος Κωνσταντίνος Τζούμας, ο Αθηναίος μπον βιβέρ, ο εκπρόσωπος της νουβέλ βαγκ, ο ακούραστος μποέμ, ο σημαντικότερος ραδιοφωνικός παραγωγός που πέρασε ποτέ απ’ αυτήν την ψωροκώσταινα, μας μίλησε.

Και μας μίλησε γι’ αυτά που ξέρει καλύτερα…

Για τα ταξίδια, την τέχνη, τη ζωή και τον έρωτα.

Μία συνέντευξη σε τέσσερα μέρη, υπέροχη και διαφωτιστική.

Διάβασε τον, κατσαπλιά, μπας και γίνεις άνθρωπος ποτέ σου.

Άιντε.

Μέρος 1ο

“Θέλω να πω μια ιστορία που να ταξιδεύει σήμερα, που να μαγεύει.

Κάποτε σε ένα βαρετό ριβάιβαλ του “Περιμένοντας τον Γκοντό”, με πλησίασαν δύο κυρίες, αριστοκρατικές, με αυτή τη γαλλική προφορά του Μεσοπολέμου που σε μαγνητίζει, με ασύγκριτο κλας και μου λένε “κύριε Τζούμα, πώς γίνεται να είστε πάντα τόσο υπέροχος, τόσο φινετσάτος, σαν ένας ήρωας του Φελίνι”, ετ σέτερα ετ σέτερα… “Αγαπητές μου, τους λέω, αν σας πω το μυστικό μου, τότε θα πάψω να είμαι υπέροχος και θα γίνω σαν τους άντρες σας, ένας συνταξιούχος μαλθακός που δεν εκτιμά τη διακριτική παγωνιά του βλέματός σας”… Τους άρεσε.  Χαμογελάσανε…

Η νύχτα συνεχίστηκε σε κάποιο υπόγειο μπαρ εν μέσω καπνών και κοπλιμάν και με την παγωνιά στο βλέμμα της Μαίρης (έτσι την έλεγαν την κυρία με το αυστηρό ταγέρ, Μαίρη) να ζεσταίνεται και να μεταμορφώνεται σε μία θαυμάσια τζαζ μελωδία του Ντίζι Γκιλέσπι…

Το πρωινό μας βρήκε στο κρεβάτι να μιλάμε για τον θάνατο, την λύτρωση και τις αχνιστές ζαμπονοτυρόπιτες του απέναντι φούρνου. Ως τζέντλεμαν, ντύθηκα και προσφέρθηκα να πεταχτώ να φέρω μία, όμως μας πρόλαβε ο άντρας της, που όλο το βράδυ ξαγρυπνούσε χαρούμενος στον καναπέ τους, από την τιμή που ένιωθε να κάνω έρωτα στη γυναίκα του. Πήγε και μας έφερε εκείνος, μαζί με δύο γιόκο τσόκο. Τον ευχαρίστησα και έφυγα. Ο κόσμος είναι τόσο απλός και εμείς τον κάνουμε τόσο περίπλοκο ώρες ώρες…”

Μέρος 2ο

“Πιο πληκτική συζήτηση δεν έχω ακούσει ποτέ μου, είναι να μελαγχολείς, δεν ξέρω πως μπορείτε κάποιοι…

Μία τύπισσα χθες στη λαϊκή ρώτησε πόσο πάει το κιλό το ραπανάκι και ο κύριος που τα πουλούσε, μία φυσιογνωμία έτσι αρκετά γκροτέσκο με κάλλος αναγεννησιακό, της απάντησε 0.55 το κιλό. Θλίψη πραγματικά.

Θυμήθηκα το 1972 στη Νέα Υόρκη σε ένα γκρόσερι στόουρ που σταμάτησα να πάρω, δεν θυμάμαι τι, ταρταλέτα φρούτων ήταν; Αχ δεν θυμάμαι ειλικρινά… Τέλος πάντων… Εκεί συνάντησα με κάποιο μαγικό τρόπο τον Άντι Γουόρχολ να φουμάρει με αυτό το στυλ το ελεγειακό, όπως ήταν άλλωστε και ο ίδιος. Μου λέει “Κωνσταντίνε, πες στην μαντάμ -έτσι του άρεσε να αποκαλεί όποια δεν ήξερε, “μαντάμ” χα χα- να βάλει μέσα στο μπαγκ ό, τι θεωρεί απαραίτητο και να φύγω. Δεν μπορώ να ασχολούμαι με το σόπινγκ, όσο η ζωή τρέχει και μας παρακαλάει να την εγκλωβίσουμε με το ταλέντο μας”. Θα γινόταν ποτέ αυτό στην Ελλάδα της μιζέριας και της μίρλας; Της κακομοιριάς; Δεν νομίζω…”

Μέρος 3ο

“Κάποτε, στο σταθμό Σεν Λαζάρ του Παρισιού, ίσως το ’83, το ’84, ίσως και φέτος, δεν θυμάμαι, καθώς ρέμβαζα περιμένοντας το τρένο, δυο τύποι αρκετά ελεγκάν με γενναιόδωρα χαμόγελα, άρχισαν να διαφωνούν πάνω σε κάτι που μου φάνηκε τρομερά ενδιαφέρον. Έλεγε ο ένας, θυμάμαι, δείχνοντας προς το μέρος μου μάλιστα, “Ολιβιέ, είναι αυτός ο πιο κομψός άντρας που έχεις δει ποτέ”; Ο δεύτερος, μία φυσιογνωμία σκοτεινή, απ’ αυτές που συναντάς πολύ συχνά στις νουβέλες του Μπαλζάκ, μπήκε στην περιπέτεια να εκφράσει την άποψή του και αφού ταλαντεύτηκε για λίγο, του είπε “όχι δεν είναι”.

Και εκείνη τη στιγμή ακριβώς, συνέβη κάτι το υπέροχο, κάτι το μεγαλειώδες, δεν ξέρω πώς να το ονομάσω.

Ένα απαλό αεράκι ήρθε απ’ το πουθενά κι επανέφερε το πετρόλ φουλάρι μου στη θέση, που το είχα εξ αρχής βγαίνοντας απ’ το διαμέρισμά μου… Βλέπετε, αφηρημένος εγώ (κάτι οι σκέψεις, κάτι η ομορφιά που συναντούσα τριγύρω) με έκανε να το παραμελήσω. Και φαίνεται ότι ακριβώς εκείνη τη στιγμή, εκείνο το δευτερόλεπτο που φύσηξε, το φουλάρι μου σχημάτισε μια αρμονική καλλιγραφία με το αψεγάδιαστο πρόσωπό μου, που έκανε τον άγνωστο άνδρα να αλλάξει γνώμη. “Γκασπάρ του λέει, σε θαυμάζω που διακρίνεις την ομορφιά, ακόμα και όταν πασχίζει να κρυφτεί. Ναι πράγματι, είναι ο πιο κομψός άνδρας που έχω δει ποτέ μου”.

Φοβήθηκα και μπήκα γρήγορα στο πρώτο βαγόνι που σταμάτησε μπροστά μου.

Ξέρετε καμιά φορά, η τελειότητα, δημιουργεί τόσο μεγάλη αμηχανία στους γύρω μου, που νιώθω ότι κινδυνεύω να συνθλιβώ απ’ τη μετριότητά τους. Τέλος πάντων…”

Μέρος 4ο

“Σήμερα το πρωί ξύπνησα εξαίσιος. Με κοίταξα στον καθρέφτη, καθώς τυλιγόμουν με το κασκόλ μου, ένα απαλό ροζ πουδρέ, λάφυρο από μία εξόρμηση στην υπέροχη αγορά του Βερολίνου, και ήθελα τόσο πολύ να μου κάνω έρωτα. Πλησίασα στον καθρέφτη και με φίλησα. Τα χείλη μου είχαν κάτι από φιλέτο ταρτάρ σβησμένο σε κόκκινο κρασί Μεντιτερά του ’66. Υπέροχα… Προσπάθησα να με αγκαλιάσω, αλλά αυτό δυστυχώς στάθηκε αδύνατο. Μετά… προσπάθησα να μου μιλήσω, αλλά το μόνο που αντηχούσε στο δωμάτιο ήταν… η σιωπή ενός μεγάλου βιρτουόζου των ερτζιανών. Και εκεί ένιωσα να καταλαβαίνω το νόημα της δυστυχίας, όπως το περιέγραψε θαυμάσια και ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ στο φιλμ “Πιερό λε Φου”, “Ο Δαίμων της Ενδέκατης Ώρας” νομίζω στα ελληνικά για σας τους τζομπαναραίους… Η δυστυχία δηλαδή του να είσαι εγώ και να μοιράζεις τα κομμάτια σου σε φίλους, αγκαλιές, σκοτεινές αίθουσες και κονσέρτα… Και στο τέλος τι μένει για σένα; Χα… Τι κρατάς; Ένα μικρό κομματάκι ίσως, τόσο δα, ίσα ίσα για να σε παρηγορήσει… να σου θυμίσει την αφόρητη ευθύνη του να είσαι ο Κωνσταντίνος Τζούμας κάθε στιγμή, κάθε λεπτό της ημέρας…”