Οι δολοφονίες για τον θρόνο, ακόμα και μεταξύ συγγενών, ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο στο Βυζάντιο.

Ειδικά τα παιδιά των αυτοκρατόρων, δύσκολα ενηλικιώνονταν αν επρόκειτο να κληρονομήσουν τον μπαμπά.

Έτσι, είπαμε να σταθούμε σε μερικές απ’ τις χειρότερες δολοφονίες και από άποψη “ηθική”, αλλά και από άποψη σπλατεριάς.

Γιατί αν αρχίζαμε να τους απαριθμούμε όλους τους φόνους, θα τελειώναμε μεθαύριο.

Για τσέκαρε τις 5 πιο φρικιαστικές δολοφονίες Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και στο τέλος σε περιμένει και ένα bonus αρκετά αιματοβαμμένο.

Ζήνωνας (425 – 491)

Το ενδιαφέρον με τον Ζήνωνα, πέρα απ’ τον τραγικό του θάνατο, είναι και το τραγικό πραγματικό του όνομα: Ταρασισκωδίσαιος του Ρουσομβλαδεώτου. Και επειδή κατάλαβε ότι έτσι δεν πας πουθενά, είπε να χτυπήσει ένα καλλιτεχνικό ψευδώνυμο και να πάρει το όνομα του γνωστού φιλοσόφου του 5ου π.Χ.

Ο Ζήνωνας, λοιπόν, δεν ήταν και ιδιαίτερα δημοφιλής, καθώς οι περισσότεροι τον κατηγορούσαν ότι εξαιτίας του το Βυζάντιο έχασε το κομμάτι της δυτικής αυτοκρατορίας. Έτσι, στις 9 Απριλίου του 491 μ.Χ όταν χαιρέτισε τον μάταιο τούτο κόσμο, η επίσημη εκδοχή ήταν ότι την έκανε από δυσεντερία ή επιληψία. Οι φήμες όμως, τις οποίες στηρίζουν και δύο ιστορικοί της εποχής, έλεγαν ότι έπεσε αναίσθητος απ’ το πιώμα. Όταν λοιπόν τον έβαλαν στη σαρκοφάγο, την “κούμπωσαν” καλά καλά και όταν εκείνος άρχισε να ανακτά της αισθήσεις του και να ουρλιάζει, η γυναίκα του η Αριάδνη -που προφανώς τον λάτρευε- ζήτησε απ’ τους παρευρισκόμενους να αγνοήσουν της κραυγές του. Κι έτσι, λοιπόν, τον θάψανε ζωντανό.

Πόσο γλυκούλα.

Φωκάς (547 – 610)

Ο Φωκάς ήταν ένας ζουζούνος σφετεριστής του θρόνου του Μαυρίκιου, τον οποίο και αποκεφάλισε, αφού πρώτα τον έβαλε να παρακολουθήσει το ξεκοίλιασμα των τεσσάρων μικρών του γιων.

Όλοι πέσανε απ’ τα σύννεφα όταν αποδείχτηκε στη συνέχεια ότι ήταν χειρότερος ως αυτοκράτορας απ’ τον επίσης μισητό Μαυρίκιο. Έτσι, όταν ο Έξαρχος της Καρχηδόνας, Ηράκλειος (ναι, ο γνωστός), στασίασε και άρχισε να βαδίζει εναντίον του, δεν βρήκε κανέναν να τον σταματήσει. Στις 3 Οκτωβρίου του 610 παρουσιάστηκε αιχμάλωτος στον Ηράκλειο πάνω στο πλοίο του που βρισκόταν έξω απ’ τα τείχη της Πόλης. “Αυτός είναι ο τρόπος που κυβέρνησες την αυτοκρατορία;”, τον ρώτησε ειρωνικά ο Ηράκλειος για να πάρει ως απάντηση “σιγά μην κυβερνήσεις εσύ καλύτερα”… Και κάπου εκεί ένιωσε το κεφάλι του να αφήνει τον λαιμό του και να πέφτει απ’ το σπαθί του Ηράκλειου. Στη συνέχεια παρέδωσαν το σώμα του στον όχλο των Βένετων και των Πράσινων, ο οποίος τον κατακρεούργησε. Ο Ιωάννης ο Αντιοχεύς γράφει ότι κατακομματιάστηκε και τα σπλάχνα του πετάχτηκαν στον Ιππόδρομο, όπου και τα έφαγαν τα σκυλιά. Nice…

Ο Νικηφόρος Φωκάς (912 – 969)

ΔΕΝ ΤΟΥ ΑΞΙΖΕ ΤΕΤΟΙΟ ΤΕΛΟΣ, γιατί μπορεί να μην τον αγαπούσε ιδιαίτερα ο λαός του, αλλά είχε μοιράσει πόνο στους εχθρούς της Αυτοκρατορίας, τον ονόμαζαν “Ωχρό Θάνατο των Σαρακηνών”, μπαμπά των Αράβων.

Ο Νικηφόρος Φωκάς υποψιαζόταν ότι ο διοικητής του στρατού του ο Ιωάννης Τσιμισκής ήθελε να του φάει τον θρόνο και έτσι τον ξαπόστειλε. Εκείνος όμως έκανε σχέση με τη Θεοφανώ, τη γυναίκα του, και τα βράδια περνούσε κρυφά στο παλάτι του για να βγάλει τα μάτια του μαζί της.

Οι δύο κρυφοί εραστές αποφάσισαν ότι ο Νικηφόρος Φωκάς πρέπει να βγει απ’ τη μέση. Μια νύχτα του Δεκέμβρη του 969, οι αρχισυνωμότες (ναι, τους στήριξαν και άλλοι αξιωματικοί) μεταμφιέστηκαν σε γυναίκες και κρύφτηκαν μεσα στα διαμερισματα της Θεοφανούς. Απ’ την άλλη, ο Τσιμισκής το κομάντο ανέβηκε με σκοινί απ’ το παράθυρο της μοιχαλίδας. Μπούκαραν στο δωμάτιό του Αυτοκράτορα, όπου ο Νικηφόρος κοιμόταν στο πάτωμα -συνήθεια που είχε απ’ τις πολεμικές του εκστρατείες- και ένας αξιωματικός, ο Λέοντας Βαλάντης, αστόχησε με το σπαθί του και αντί να του κόψει τον λαιμό, τον χτύπησε στο πρόσωπο. Αιμορραγώντας ακατάσχετα ο Νικηφόρος, σερνόταν στο πάτωμα, όσο ο πρώην στρατηγός του τον κοιτούσε απαθής. Οι υπόλοιποι τον κλωτσούσαν και του μαδούσαν τρίχες απ’ τα μαλλια και το μούσι του, όσο εκείνος ψιθύριζε συνεχώς “Θεοτόκε βοήθει”. Τα μπροστινά του δόντια έσπασαν μαζί με το σαγόνι του, μέχρι που κάποιος φιλοτιμήθηκε να του καρφώσει το σπαθί του στο στήθος και να τελειώσει το μαρτύριο του. Στη συνέχεια πήρανε το κεφάλι του και το κρέμασαν σε ένα παράθυρο του παλατιού. 

Το κορυφαίο της υπόθεσης είναι ότι ο Τσιμισκής αμέσως μετά την παράτησε τη Θεοφανώ, δεν την πήρε ως σύζυγο όπως της είχε τάξει, με αποτέλεσμα αυτή, ταπεινωμένη, να κλειστεί σε μοναστήρι. Δεν σε χάλασε.

Ανδρόνικος Κομνηνός (1118 – 1185)

Ο τύπος αυτός, αν και προερχόταν από σόι γεμάτο από αντικειμενικά άξιους αυτοκράτορες, ένα σόι που λατρεύτηκε απ’ τον λαό, ωστόσο αποδείχτηκε ένα τέρας. Πέρα από τις χιλιάδες μπαμπεσιές του, ξεχώριζε κιόλας για την ομορφη του συνήθεια να βασανίζει ο ίδιος τα θύματά του.

Όταν λοιπόν ο θρόνος πέρασε στα χέρια του Ισαάκιου Άγγελου (άλλο καλό παιδί κι αυτό) του πέρασαν στον λαιμό μία χοντρή αλυσίδα και τον έριξαν σε ένα μπουντρούμι, όπου του έκοψαν το ένα χέρι και του έβγαλαν το ένα μάτι, όμορφα και νοικοκυρεμένα. Αφού τον κράτησαν κάμποσες μέρες νηστικό και χωρίς νερό, τον ανέβασαν πάνω σε μια καμήλα και τον περιέφεραν μέσα στην Κωνσταντινούπολη, όπου το πλήθος του έριχνε πέτρες, περιττώματα και κουβάδες με καυτό νερό. Στη συνέχεια, τον κρέμασαν ανάποδα στον Ιππόδρομο από δύο κίονες και τον κατακρεούργησαν. Κι ενώ μουρμούριζε προσευχές, είχε βάλει και το χέρι που του είχε απομείνει στο στόμα του μπας και σταματήσει το αίμα να τρέχει. Μετά από κάμποση ώρα πέθανε και γλίτωσε. RIP.

Ο Αλέξιος ο Μούρτζουφλος (1140 – 1205)

Όπως μαρτυράει και το χαριτωμένο παρατσούκλι που του είχαν δώσει, ήταν πολύ αγαπητός. Σ’ αυτό βέβαια συντέλεσε και το γεγονός ότι η βασιλεία του συνέπεσε με την άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204. Αρχικά κατέφυγε στον πεθερό του στη Μοσυνούπολη, τον Αλέξιο Γ’ ο οποίος και τον πάντρεψε με την κόρη του. Στη συνέχεια όμως ο πεθερός του έστησε ενέδρα στα λουτρά, όπου και έβαλε τους στρατιώτες του να του βγάλουν τα μάτια.

Μετά τον πέταξαν στον δρόμο όπου περιπλανήθηκε για κάμποσο διάστημα τυφλός, αλλά ευτυχώς για καλή του τύχη τον βρήκαν κάποιοι Λατίνοι στρατιώτες και τον πήγαν πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Και εκεί καλώς τα παιδιά… Τον ανέβασαν σε μια ρωμαϊκή θριαμβευτική στήλη, η οποία είχε ανεγερθεί προς τιμήν του αυτοκράτορα Θεοδοσίου και τον πέταξαν κάτω.

Για όποιον βιάστηκε να τον λυπηθεί, να του πούμε ότι τον προηγούμενο αυτοκράτορα (Αλέξιο Δ’) και καλό του φίλο, τον είχε ξυπνήσει μέσα στη νύχτα και αντί να τον βοηθήσει να αποδράσει, όπως του είπε, τον οδήγησε σε ένα μπουντρούμι, όπου εκεί τον έπνιξαν με μία χορδή τόξου.

Σκούπισε τα δάκρυα σου τώρα.


+Bonus σπλατεριά

Ο Νικηφόρος ο Ά (… -811)

Κανονικά δεν θα έπρεπε να βρίσκεται σ’ αυτήν την λίστα, γιατί σιγά, τι έπαθε ο άνθρωπος; Έπεσε στο πεδίο της μάχης, όπως και οι 80.000 στρατιώτες του εναντίον των Βουλγάρων. Απλά αυτόν τον έσφαξαν μέσα στη σκηνή του, σιγα μην πολεμούσε…

Τεσπά, το φρικιαστικό περιστατικό συνέβη μετά. Ο Κρούμος, ο Βούλγαρος βασιλιάς, για να γιορτάσει τη νίκη του ζήτησε να μπήξουν το κεφάλι του εχθρού του σε έναν πάσαλο για μερικές μέρες. Στη συνέχεια διέταξε να αφαιρέσουν το κρανίο, να το αδειάσουν και να το επαργυρώσουν. Πλέον το επαργυρωμένο κρανίο του Νικηφόρου χρησίμευε ως κούπα για να πίνει το κρασί του ο Κρούμος, ένας αληθινός κύριος, ένας bon viveur της εποχής του, ένας άνθρωπος που εκτιμούσε την πολυτέλεια και το καλό γούστο. 

 

Πηγή: John C. Carr – Οι Πολεμιστές αυτοκράτορες του Βυζαντίου, εκδόσεις Ψυχογιός