Σκέφτομαι μια μέρα από τις πολλές που ξημέρωσαν εκείνο το καλοκαίρι, στον Πειραιά. Τουρίστες δραπέτευαν πανικόβλητοι για νησιά που θα στέγαζαν για λίγο τις ψευδαισθήσεις τους, μέσα σε καράβια με κακό κλιματισμό και πανάκριβους καφέδες. Κόρνες, φωνές και μια αφόρητη ζέστη που ξαφνικά σου έλειπε ο χειμώνας. Αν έβγαινες στο κατάστρωμα μπορούσες να μυρίσεις αλάτι και πετρέλαιο σε μια λαδωμένη θάλασσα. Λίγο πιο εκεί όμως που αρχίζουν οι διακοπές, άνθρωποι ξαπόσταιναν τους εφιάλτες των κυμάτων που τους χτύπησαν χωρίς έλεος, μιας και τόλμησαν να ξεριζωθούν από το χώμα τους.

Η άλλη μεριά του λιμανιού, μας ανήκε. Σε εμένα, σε εσένα, σε όσουν αντέχαν να φυτέψουν ελπίδα στον πόνο. Ήταν η δική μας κατάληψη, γεμάτη μπαλόνια, μαρκαδόρους, μπάλες και κομφετί. Καμία γλώσσα δεν μας ένωσε, πέρα από τις νότες παιδιών που γελάνε. Τι άλλο μπορεί να είναι η ποίηση, αν όχι αυτό;

“Εδώ είναι φως αδερφικό — απλά τα χέρια και τα μάτια.
Εδώ δεν είναι να ’μαι εγώ πάνω από σένα ή εσύ πάνω από μένα.
Εδώ είναι να ’ναι ο καθένας μας πάνω απ’ τον εαυτό του.
Εδώ είναι ένα φως αδερφικό που τρέχει σαν ποτάμι δίπλα
στο μεγάλο τοίχο”
Καπνισμένο τσουκάλι-Γιάννης Ρίτσος

Μαγειρεύαμε και παίζαμε, χορεύοντας σε έναν ρυθμό παράφορης αισιοδοξίας. Η ουτοπία μας αντέχει και μας ξεγελά. Μια μέρα οι άνθρωποι θα είναι ελέυθεροι. Θα ζουν και θα πεθαίνουν εκεί που ανήκει η ψυχή τους. Κανείς δεν θα πονάει κανέναν, κανείς δεν θα νιώθει πιο σημαντικός. Σε πλατείες και λιμάνια, ενώναμε τις ζωές μας για να αντέξουν τα όνειρα μας στην πραγματικότητα. Πιτσιρίκια σκαρφάλωναν στην πλάτη μας και τραβούσαν τα μαλλιά μας, με πρόσωπα γεμάτα τατουάζ από νερομπογιές.

“Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της,
και συ να λείπεις,
να ‘ ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα,
και συ να λείπεις,
να ‘ ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα,
και συ να λείπεις,
οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι,
και συ να λείπεις,
“Και συ να λείπεις …” 
Γειτονιές του κόσμου-Γιάννης Ρίτσος

Τι όμορφος που είναι ο κόσμος με τόσα χρώματα! Πόσο μαγικά ενώνονται τα κορμιά μεταξύ τους, πόσα θαύματα γεννιούνται στις σπίθες των ματιών; Κάθε φορά που ένα μπαλόνι αφηνόταν στο σύμπαν, δεκάδες χέρια υψώνονταν για να το πάνε πιο ψηλά.  

“Το ’χουμε απόφαση, μια μέρα όλοι οι άνθρωποι να ’χουνε δυο πόδια
ένα χαρούμενο γεφύρι από μάτια σε μάτια
από καρδιά σε καρδιά. Γι’ αυτό όπου καθήσεις
ανάμεσα στα τσουβάλια του καταστρώματος φεύγοντας για την εξορία
πίσω απ’ τα σίδερα του τμήματος μεταγωγών
κοντά στο θάνατο που δε λέει “αύριο”
ανάμεσα σε χιλιάδες δεκανίκια από πικρά σακατεμένα χρόνια,
εσύ λες «αύριο» και κάθεσαι ήσυχος και βέβαιος
όπως κάθεται ένας δίκαιος άνθρωπος αντίκρυ στους ανθρώπους”
Οι Εβραίοι- Μπέρτολτ  Μπρεχτ

Πολλά από αυτά τα πρόσωπα, δεν θα τα ξαναδώ. Ταξιδεύουν για άλλα μέρη, αναζητώντας νέες ζωγραφιές. Ο χρόνος παίρνει τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους, όμως κρατάει τις φωνές τους. Ένα “ευχαριστώ” και ένα “σε αγαπώ”, η ποίηση του κόσμου…