Ήταν Απρίλης του 1925, όταν ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ έγραψε το αριστούργημα του “Μεγάλου Γκάτσμπυ”. Ένα διαχρονικό μυθιστόρημα που έμελλε να γίνει ένα από τα σημαντικότερα του 20ου αιώνα. Ίσως η πιο ουσιαστική κριτική πάνω στην κοινωνική ιστορία της Αμερικής που αναζητούσα απελπισμένα, το όνειρο.
Είναι εντυπωσιακό πως η πρώτη έκδοση “Γκάτσμπυ”, έλαβε ανάμεικτες κριτικές. Οι New York Times το υπερασπίστηκαν, ενώ ο διάσημος δοκιμιογράφος H.L. Mencken το αποκάλεσε “ένα δοξασμένο ανέκδοτο”. Η εφημερίδα New York Evening World, έφτασε στο σημείο να γράψει πως ο Γκάτσμπυ κατέρριψε την ιδέα πως ο Fitzgerald ήταν ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της γενιάς του.
Έτσι, το βιβλίο ήταν μια εμπορική αποτυχία μέχρι και το 1940, όπου και πέθανε ο Φιτζέραλντ. Ο συγγραφέας απέδιδε την αποτυχία του βιβλίου στο γεγονός πως ήταν μια εποχή όπου κυριαρχούσε το πρότυπο της δυναμικής γυναίκας αναγνώστριας και ο Γκάτσμπυ δεν περιείχε καμία δυναμική γυναίκα πρωταγωνίστρια. Ούτε καν κάποια που να είναι έστω και ελάχιστα συμπαθής. Ανησυχούσε πως το έργο του ήταν καταδικασμένο να ξεχαστεί και στο τέλος μετάνιωσε την κυκλοφορία του.
Την περίοδο ’50 και ’60, το βιβλίο έγινε βασικό ανάγνωσμα στο αγγλικό πρόγραμμα σπουδών για τις τάξεις του γυμνασίου και συνέχισε να έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία. Μέχρι το 1960, ο Γκάτσμπυ πουλούσε σταθερά 50.000 αντίτυπα ετησίως και μέχρι σήμερα έχει πουλήσει περισσότερα από 25 εκατομμύρια παγκοσμίως. Σύμφωνα με την Scribner, την επίσημη εκδοτική του βιβλίου, είναι το πιο δημοφιλές μυθιστόρημα που έχουν εκδώσει ποτέ. Αν με ρωτάς, καθόλου άδικα…
Ο Τζέι Γκάτσμπυ, ήταν ένας παθιασμένος άντρας που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τις εφηβικές του κυκλοθυμίες και συναισθήματα. Εμμονές που χόρευαν στον ήχο της jazz, μέσα σε πανάκριβα ρούχα και αμάξια. Μια ριψοκίνδυνη και αμφιλεγόμενη κάτω από ποιες συνθήκες άνοδος, ενός ανθρώπου που συναναστρεφόταν με εγκληματίες για να παραμείνει αγνός.
Αξημέρωτα πάρτυ με κοντοκουρεμένα κορίτσια με μακριά κολιέ και μια εκνευριστική αφέλεια, που έσωζε τις ανιαρές νύχτες μέχρι το χάραμα. Ο φτωχός άντρας που πλουτίζει διαρκώς, σπάνια εμφανίζεται μέσα στην κραιπάλη της βίλας του. Φιλικά απόμακρος, χαμογελά αινιγματικά και υπομένει τους τσαμπατζήδες που γλεντούν στο σπίτι του, νιώθοντας σημαντικοί γιατί είναι εκεί που πρέπει. Αν κάποιος, όμως παρατηρούσε με προσοχή τον οικοδεσπότη πίσω από τα κοστούμια, τα κοκτέιλ και τα δωμάτια-βιβλιοθήκες, θα διέκρινε την ανάγκη του να μην είναι μόνος ούτε λεπτό. Μια βασανιστική μελαγχολία ενός ανθρώπου που τα χρήματα δεν μπόρεσαν να του φέρουν το μόνο που για αυτόν είχε νόημα. Τον αιώνιο έρωτα, την Νταίζη…
Πρόκειται για τον ορισμό του ανόητου, ανυποχώρητου έρωτα που ζεις στα εφηβικά χρόνια. Ο μεγιστάνας έχει κεραυνοβοληθεί με ένα μέτριο, κακομαθημένο και άβουλο ον που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο ογκώδες συναίσθημα του. Μια κοινή υπολογίστρια, για την οποία ο έρωτας είναι ένα υπερτιμημένο συναίσθημα, μια γελοία ουτοπία. Ο Τζέι Γκάτσμπυ ξέρει πως η Νταίζη, είναι μια χρυσή μετριότητα. Παρόλα αυτά εξακολουθεί να είναι εμμονικά ερωτευμένος μαζί της, ανατρέποντας όλη του τη ζωή. Η ψευδαίσθηση είναι πιο ενδιαφέρουσα από τη βαρεμάρα.
Ο Γκάτσμπυ είναι κλασικός, αλλά όχι μουσειακός! Αναπλάθει μια εποχή και καταδεικνύει το αμερικανικό θαύμα καθώς και την πτώση. Μια πτώση γεμάτη ματαίωση. Μοναχική, βίαιη και ακαριαία.
Είναι πραγματικά υπέροχος ο Γκάτσμπυ. Καμία από τις δύο ταινίες δεν ξεπέρασε το βιβλίο, στο οποίο κάθε επόμενη σελίδα ξεπερνούσε την προηγούμενη. Το τέλος του μυθιστορήματος συνοψίζεται στην φράση του μεγάλου φινάλε:
“Έτσι χτυπιόμαστε πάντα, βάρκες κόντρα στο ρεύμα, που αδιάκοπα μας ρίχνει στο παρελθόν”