Είναι εθνικό χόμπι να είμαστε ή του ύψους ή του βάθους. Ή άσπρο ή μαύρο. Ή Antetokoumpo#NBAVote, ή “δεν είναι άθλημα ο,τι παίζεται με χέρια”. Εν προκειμένω, ή “Αστακός: μάθε μπαλίτσα απ’ τον Έλληνα”, ή “Αστακός: τι βύσμα έχεις ρε Λάνθιμε;”. Τελικά, με τον Αστακό να φτάνει (καθόλου κούτσα-κούτσα) ως την τελετή των Όσκαρ και το αυτί του σκηνοθέτη να μην ιδρώνει απ’ τις κουβέντες στα καφενεία, το ερώτημα παραμένει: ο Λάνθιμος τους μαθαίνει σινε-μπαλίτσα, ή έχει τέτοιο βύσμα που άμα το ‘χα φαντάρος θα φύλαγα σκοπιά στο μπαλκόνι μου με τα σώβρακα;

Κάπου εδώ λοιπόν, ακούστηκαν συνήγοροι, διαβάστηκαν δικαστές, οι πιο πολλοί ασχολήθηκαν κυρίως με την… κερκίδα. Στον κόσμο δεν άρεσε. Στα Όσκαρ άρεσε. Ο κόσμος είναι άσχετος. Τα Όσκαρ είναι πανηγυράκι  για γέλια. Τελικά η ταινία πώς είναι; Με κάθε σεβασμό στην απολαυστική κριτική του “Προέδρου” και στα οικιακά πλακώματα της Χρύσας (μας) με τον Ξανθάκη (μας) λοιπόν, ας μιλήσουμε λίγο για σινεμά.


Ο Λάνθιμος κι ο ενοχλητικά “αμήχανος” κόσμος του

Να το πω ξεκάθαρα; Ούτε εμένα μ’ αρέσει ο τρόπος του Λάνθιμου. Αυτή η αμήχανη ακαμψία παιδικής γιορτής (και παιδικής ανασφάλειας) που έχουν οι ήρωές του δεν λέει να στρώσει στα μάτια μου. Ωραία ως εδώ; Ωραία. Τι σημαίνει αυτό το “δεν μ’ αρέσει” μου; Τίποτα απολύτως. Όταν ένας σκηνοθέτης έχει προσωπική σφραγίδα, αυτή μοιραία σε κάποιους αρέσει και σε κάποιους όχι. Αντίστοιχα λοιπόν, σε κάποιους δεν αρέσει ο “τρόπος” του αγαπημένου μου Γούντι Άλεν, ή του Τιμ Μπάρτον, ή του Γουές Άντερσον, ή ακόμη ακόμη του Ντέιβιντ Λιντς. Όταν όμως μπεις στον κόπο να κρίνεις την ταινία κάποιου, πρέπει να το κάνεις μέσα στο πλαίσιό της, είτε σ’ αρέσει, είτε όχι.

Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το άκαμπτο, ενοχλητικά ντροπαλό περιτύλιγμα, ο Αστακός είναι μια ταινία άνιση. Εξαίρετη στο πρώτο μέρος της (στα πρώτα 60 λεπτά περίπου) και σχεδόν βαρετή στο υπόλοιπο. Γιατί αυτό; Ίσως γιατί ο Λάνθιμος πήρε το ρίσκο στο δεύτερο “ημίχρονο” να βγει απ’ το περίγραμμα. Να περάσει (ο ίδιος και οι “στημένοι” χαρακτήρες του) έξω απ’ το προστατευμένο εσωτερικό του ξενοδοχείου. Βγήκε σε μια πόλη, σε ένα δάσος, σε ένα χώρο που δεν μπορεί να τον ορίσει, να τον περιορίσει και τελικά να τον αξιοποιήσει. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως κάποια μέρα δεν θα το κάνει.

Ο Λάνθιμος και το ενοχλητικά έξυπνο σενάριό του

Σουρεαλισμός. Ιδιοφυές, σχεδόν αδιόρατο χιούμορ. Μια κοινωνία του μέλλοντος, που ταυτόχρονα (παρα)τράβηξε μπροστά αλλά δεν άλλαξε καθόλου. Τι εννοώ; Εννοώ πως αν το παρελθόν των ανθρώπινων κοινωνιών είχε ποινές για τη μοιχεία, το πανέξυπνο μέλλον του Λάνθιμου (και του Φιλίππου) έφτασε στο άλλο άκρο: ποινικοποίησε τη μοναξιά. Κι ωστόσο η κοινωνία παραμένει η ίδια πουριτανική φυλακή. Με τη διαφορά πως ο εχθρός είναι πια όσοι μένουν μόνοι τους (ή μήπως όλο αυτό είναι ένα άσχημο όνειρο όσων ακούν τη μάνα τους να γκρινιάζει: Εσύ δεν θα παντρευτείς ποτέ;). Κάπου εκεί σκάει μύτη μια μυθολογικής υφής τιμωρία: όσοι δεν βρίσκουν τέρι μεταμορφώνονται σε ζώα. Κι ενώ λες πως ξέρεις πια τι είναι αυτό που βλέπεις – ένα σουρεάλ, οργουελικό παραμύθι για τις σχέσεις-, ξαφνικά μέσα απ’ το “οργουελικό” ξεπετάγεται μια ολόκληρη πραγματεία. Μια λιγομίλητη ανάλυση της εξουσίας, της κοινωνικής καταπίεσης και της επανάστασης που συχνά καταντάει χειρότερη απ’ το δυνάστη που πολεμάει.

Θα μπορούσε να ‘ναι μικρότερο; Ναι. Θα μπορούσε (παρά το εξαιρετικό φινάλε) να ‘ναι λίγο πιο ζωντανό στο τέλος; Ναι. Όμως αν όλος αυτός ο σουρεάλ, ρομαντικά μελαγχολικός προβληματισμός δεν είναι οσκαρικό σενάριο, τότε τι είναι ρε μάγκες;

Ο Λάνθιμος και οι ενοχλητικά ταιριαστοί πρωταγωνιστές του

Θυμάστε τον Κόλιν Φάρελ; Εκείνο τον τύπο που έπαιζε μπάλα με κουμπούρια, κι ενώ πάντα ξέραμε ότι είναι καλός ηθοποιός, πάντα τα πρώτα πράγματα που άκουγες γι’ αυτόν ήταν “γλυκούλης” και “γκoμενάκι”; Πάνε αυτά. Ο Φάρελ του Αστακού είναι άλλος άνθρωπος. Κοιλίτσα, γυαλάκια, ένα ελαφρύ προγούλι και πιθανότατα η καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του. Υπέροχα εσωτερικός, απολαυστικά αμήχανος, ο Ιρλανδός μπήκε με “τα τσαρούχια” στον κόσμο του Λάνθιμου που ανέφερα παραπάνω. Κι ύστερα από λίγο ήταν σαν να είχε ζήσει εκεί όλη τη ζωή του. Αφοπλιστικά πειστικός, μέσα σ’ ένα κοστούμι που θέλει μπόλικη ερμηνευτική μαγκιά για να μη σε φορέσει αυτό.

Αν θέλετε λοιπόν κριτική για τις υποψηφιότητες του Αστακού, αυτη είναι η δική μου: Δεν ξέρω αν το σενάριο μπορεί να κερδίσει, ξέρω όμως σίγουρα πως ο Φάρελ ΕΠΡΕΠΕ να είναι μέσα στην πεντάδα. ΧΘΕΣ!

Και τελικά τι;

Τίποτα. Αυτό εδώ το κείμενο δεν γράφτηκε για να βάλει μπρα-ντε-φερ. Αυτό το κείμενο γράφτηκε για να κοιτάξει στα μάτια μια ταινία που απ’ το μεσημέρι της Τρίτης, όλοι μιλάνε γι’ αυτή αλλά κανείς δεν ασχολείται μαζί της. Όσο για το αν είναι καλή; Λοιπόν, είναι πολύ δυνατή με κάποιες χτυπητές αδυναμίες. Ή αν προτιμάτε, είναι η πανέξυπνη ταινία ενός σκηνοθέτη που σίγουρα θα κάνει και ακόμη καλύτερες.