Κυρίες και Κύριοι, χαίρετε, σας ομιλεί γράφει το μοναδικό άτομο στον πλανήτη γη που βρέθηκε μέσα σε διάστημα τεσσάρων ημερών σε τρία εντελώς αντικρουόμενα μεταξύ τους μέρη, στα οποία άκουσε ζωντανή μουσική. Φυσικά, διασκέδασε αρκετά ως πολύ, αποκόμισε ευχάριστη εμπειρία και τη μοιράζεται μαζί σας. Γιατί έχει ενδιαφέρον η αθηναϊκή νύχτα εν μέσω κρίσης και βαρυχειμωνιάς. Χώροι ζεστοί, ανθρώπινα κορμιά κοντά το ένα στ’ άλλο, ένα τσιγάρο ανάβει, άλλο σβήνει, παγάκια στα ποτήρια, κινητά που μαγνητοσκοπούν ανελέητα. Κάπου, ένα δάκρυ στο μάτι του πιο ευσυγκίνητου. Κάπου αλλού, ένα φιλί τρυφερό για το ζευγάρι το ερωτευμένο. Το φλερτ χαμένο κάπου στα σκοτάδια και τα στρας.

Πέμπτη 5-1, ώρα 01:00, Frangelico – «Τα παράπονά μου κάνω σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης»

Ο Σάκης Αρσενίου προσπαθεί, όχι ανεπιτυχώς, να ζεστάνει τον κόσμο που έχει έρθει για να ξεφωνίσει τα μεγάλα σουξέ του Νίκου Μακρόπουλου και για να ξεκουράσει το βλέμμα του πάνω στο λουστραρισμένο κορμί της Αγγελικής Ηλιάδη. Στην υγειά μας τα ουίσκια, δεκάδες μηνιάτικα ή/και γεύματα αλληλεγγύης πάνω στην πίστα, με τη μορφή πανεριών λουλουδάτων. Τραγούδια  κομμένα στη μέση, ταλαντούχοι πλην ακρωτηριασμένοι μουσικοί σιγοντάρουν με τις νότες τους τις φίρμες κι αχνοφαίνονται θλιμμένοι μέσ’ απ’ το σκοτάδι. Βρίσκομαι προσκεκλημένη σε πρώτο τραπέζι πίστα κι ένα πανέρι με τις αιχμηρές του άκρες με βρίσκει στο μάγουλο. Ο Αρσενίου το λέει καθαρά: «θέλω το μαγαζί να γίνει γήπεδο». Προσωπικά, δεν έχω καταλάβει από πού κι ως πού η μουσική κατάντησε χουλιγκανισμός. Το κοινό απαντά με λουλούδια και ξελαρυγγιάσματα καψούρας. Η συμπαθής κι επικοινωνιακή Ηλιάδη με σηκώνει στην πίστα, χορεύουμε οι δυο μας ένα τσιφτετέλι, στα χείλη μου εντοπίζω ένα αυθόρμητο χαμόγελο, οι λουλουδούδες μάς ραίνουνε. Τι γυρεύω εγώ εκεί;

Μα συνεχίζω να γελώ. Ο Μακρόπουλους καταθέτει όση ψυχή γίνεται να κατατεθεί μέσω των τραγουδιών που επέλεξε να δισκογραφήσει. Η νύχτα είναι βαθιά και σκοτεινή, φωτίζεται παράξενα από τα μάτια των ανθρώπων που διψούν να κλέψουν κάτι από το παραμυθάκι των εύκολων στίχων. Παραμερίζοντας μεθυσμένα κι ελαφρά ντυμένα σώματα που χορεύουν μανιασμένα, αποχωρώ από το Frangelico. Η ώρα 4, ανάβω ένα τελευταίο τσιγάρο. Σίγουρα, τώρα, τ’ αγόρια με τις σκούπες μαζεύουν τα πατημένα γαρύφαλλα, η νύχτα (κι) απόψε έδωσε ψωμί σε αρκετούς ανθρώπους. Έξω από το μαγαζί, σε απόσταση αναπνοής από τους καρδινάλιους-πορτιέρηδες, ο κύριος με τα κουλούρια ταΐζει καρτερικά τους παραπαίοντες ξενύχτηδες που, τσαλακωμένοι τώρα και ξεφτισμένοι, γυρεύουν το κρεβάτι τους περισσότερο από οποιαδήποτε καψούρα.

Παρασκευή 6-1, ώρα 23:30, Σταύρος Του Νότου-«Μαμά, μπαμπά, πετάω σαν τα μεγάλα πουλιά»

Πλάι στον ηχολήπτη και απέναντι από τον φίλο μου, τον Παντελή και τη φωνακλού Γωγώ, που’ χει το μπαρ απέναντι από το Σταυρό, κάθομαι επιφυλακτική απέναντι στους πρωταγωνιστές του προγράμματος, την ώρα που το νεανικό ντουέτο «Ένα Αγόρι κι Ένα Κορίτσι» ανοίγει με τρυφεράδα τη βραδιά. Είναι που ο Πάνος Μουζουράκης και ο Σπύρος Γραμμένος μού μοιάζουν περισσότερο για stand up comedians, παρά για τραγουδοποιοί-τραγουδιστές. Η χροιά του Μουζουράκη, όμως, είναι πράγματι από άλλο πλανήτη, μέλι και γρέζι και χνούδι ζεστό. Κάνει επικά πράγματα πάνω στη σκηνή, πνίγεται μέσα σε μια καταιγίδα, καταπίνει τις μπαγκέτες του ντράμερ, φυτεύει στο κοινό ανησυχίες και προβληματισμούς. Ο Σπύρος Γραμμένος, πιο «ήσυχος» σκηνικά, αποκαλύπτει μεγάλο στιχουργικό ταλέντο, είναι εμπνευσμένος και γλυκύτατος. Ωραία και η χημεία των δυο αυτών παλιών γνώριμων που φτιάχνει εμφανώς τη διάθεση του κοινού.

Προς το τέλος της βραδιάς, ο φίλος Παντελής που τον λένε και Αμπαζή, σηκώνεται και, μαζί με τον Μουζού, τραγουδά το super hit του, το Μαντάμ και δυο κομμάτια ακόμα. Ο Μανώλης Φάμελλος, που έγραψε στον Μουζουράκη το καταπληκτικό «Φωτόσπαθο», μας χαρίζει επί σκηνής τη διασκευάρα του «Ας ερχόσουν για λίγο». Στο μεταξύ, ρωτώ τον Σπύρο Γραμμένο γιατί έγραψε τον «Κουκουλοφόρο» του και μου λέει πως αυτά δεν τα εξηγεί ποτέ, σημειώνοντας πως το τραγούδι δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται. Του απαντώ πως μένω Εξάρχεια και χαμογελά αινιγματικά. Ο Πάνος Μουζουράκης τα’ χει δώσει όλα πάνω στη σκηνή και τώρα μιλά λίγο και δε μοιάζει και πολύ χαρούμενος. Η καρδιά, στην έξοδο από τα καμαρίνια, δεν είναι πλημμυρισμένη από γλύκα, αλλά μετά από αυτό που έχω δει κι έχω ακούσει δε λέει να γυρίσω σπίτι αμέσως. Χορεύω μόνη.

Κυριακή 8-1, ώρα 22:00, Half Note Jazz Club-«Ταχυδρομική Θυρίδα η ελπίδα»

Το Half Note εκπέμπει μια πραότητα, είναι τα φώτα απαλά και ο κόσμος, κατά κάποιον τρόπο, εκπαιδευμένος. Αυτή η βραδιά, που ο Κώστας Χατζής σκοπεύει σεμνά και ατάραχα να συναρπάσει το πολύ συγκεκριμένο και πιστό κοινό του, δεν έχει περιττές φλυαρίες. Σε μια τζαζ εκδοχή, υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Παγιάτη, ένας τσιγγάνος με ασημένια μαλλιά και απαλή φωνή, μέχρι να αγριέψει στο κατάλληλο σημείο, αστειεύεται λιγάκι αυτοσαρκαζόμενος(«επειδή είμαι γύφτος, δεν μπορώ να έχω σοφέρ;»), κοιτά τους ανθρώπους ίσια στα μάτια. Τα τραπέζια σε σωστές αποστάσεις, ζεστό το χειροκρότημα. Οι μουσικές του Χατζή δίνουν χρώμα στους σημαντικούς στίχους των ανθρώπων που δεν ξεχνά να αναφέρει συνεχώς: Σώτια Τσώτου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Ξενοφών Φιλιέρης… Ύστερα, έρχεται η θεία φωνή της Αντωνίας Χατζίδη και όταν λέει το summertime, νικάται ολόκληρος ο χειμώνας.  

Το κάπνισμα απαγορεύεται αυστηρά, στο διάλειμμα συνωστισμός. Πενηντάρηδες κι εξηντάρηδες φουμάρουν, ένας λέει: «Πρωτάκουσα τον Χατζή στα 15 μου», η γυναίκα του γελάει. Αυτές οι νύχτες μες στις μουσικές και τα ποτά είναι θεραπευτικές, γιατί πάντα, κάτι θα γίνει και σκάσεις ένα γέλιο. Μετά τα ταξιδιάρικα που μας τραγουδά η Μαρία Αλεξίου, σηκώνομαι διακριτικά και εννοείται όχι χορτάτη. Όμως, το μετρό θα κλείσει και αύριο ξημερώνει Δευτέρα. Η γη ακόμα ζει, λοιπόν, έτσι; Σκέφτομαι, σκέφτομαι τα ατελείωτα νοήματα αυτών των τραγουδιών που δεν ήξερα και έμαθα χάρη στον μπαμπά μου που είναι φαν Κώστα Χατζή και μπράβο του.

Δευτέρα πρωί, στο λεωφορείο για τη δουλειά τραγουδάω από μέσα μου μιξ γκριλ από όλες τις μουσικές βραδιές. «Ερωτοχτυπημένος έχω ένα φωτόσπαθο και πετάει η καρδιά μου και φορώ φτερά.» Μιλάμε για τρέλα. Αλλά, ναι, έτσι πρέπει να μας κάνει η μουσική που καθόλου μία δεν είναι, είναι πολλές και γουστάρω.