Οι συγγενείς και οι γείτονες -πάντα- μας καβάτζωναν και οι καταστηματάρχες -πάντα μα πάντα- μας έβλεπαν σαν παράσιτα και στο πρώτο “να τα πούμε;” μας έλεγαν “και του χρόνου“. Ε, ναι. Καλά κατάλαβες. Σήμερα θα μιλήσουμε για το κεφάλαιο “κάλαντα”. Γιατί είναι και μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά… ΚΕΦΑΛΑΙΟ.
Ίσως οι πιο φραγκάτες μέρες μας, αφού τα τσαντάκια στη μέση γέμιζαν με δραχμές ή ευρώ και τα δώρα έδιναν και έπαιρναν.
Οι 4 Προβοκάτορες και η μία Προβοκατόρισσα, λοιπόν, βγάζουν και πάλι τα τριγωνάκια, τις μελόντικες και τα μπουζούκια τους, και νοσταλγούν την καλύτερη μπάζα που είχαν κάνει στα κάλαντα.
O Kώστας Μανιάτης και το Game Boy
Την μεγαλύτερη μπάζα δεν την θυμάμαι σε ακριβή αριθμό, αλλά ως το αντίκρισμα που είχε στην αγορά. Με λίγα λόγια και μιλώντας με καθαρά προηγμένους οικονομικούς όρους, το χρηματικό ποσό που συγκέντρωσα έφτασε για δυο κασέτες Game Boy. Και μιλάω για την μπάζα από την τσέπη των ξένων, όχι γι’ αυτήν από τους συγγενείς, όπου ο άγραφος νόμος επί Πασόκ (και τριετίας ΝΔ) έλεγε ότι πρέπει να μοιράζουν πεντοχίλιαρα, άμα τους λέει τα κάλαντα κάποιο ανίψι. Αναφέρομαι στον ανοιχτοχέρη άγνωστο Θηβαίο που άνοιξε την πόρτα του για να ακούσει το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης του Κυρίου από τον πιο ντροπαλό παράφωνο τσιπιρικά των 90s. Το Super Mario Land και το εκνευριστικά αργό Castlevania σας ευχαριστούν γι’ αυτό.
Ο Νίκος Ράπτης και το μπουζούκι του αδελφού του
Στην Επαρχία τα κάλαντα ήταν κανονική μπίζνα. Μαύρο αφορολόγητο χρήμα. Κι εγώ με τον αδελφό μου το γνωρίζαμε καλά αυτό. Γι’ αυτό και πηγαίναμε για κάλαντα μόνο σε συγγενείς και συγχωριανούς -σπάνια σε καταστήματα-. Εγώ με την φάλτσα φωνή μου κι εκείνος με το μπουζούκι του κονομούσαμε φράγκα. Αληθινά φράγκα. Ε, ναι. Ο Έλληνας μπουζούκι θέλει ν’ ακούσει και όχι το φλώρικο το τριγωνάκι, ρε κατσαπλιάδες. Έπειτα, ο αδελφός μου τους έπαιζε και καμιά παραγγελιά σε ζεϊμπέκικο και τα τάλιρα έδιναν και έπαιρναν (δραχμές θυμάμαι ελάχιστα) στο ταμείο των Raptis Brother’s. Καλύτερη μπίζνα; Η χρονιά που πήραμε το XBOX, παρέα με το Fifa και το Dead Or Alive. Και με τα ρέστα αγοράσαμε το διπλανό χωριό.
Ο Νίκος Μπόβολος και η αγάπη του για τα Χριστούγεννα
(Μισό λεπτό να μαζέψω όλο μου τον κυνισμό) ΣΚΑΤΑ ΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΠΟΥ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ. Ηρεμώ. Ηρέμησα. Δεν πήγα ποτέ για κάλαντα. ΠΟΤΕ. Π-Ο-Τ-Ε. Είναι η μεγαλύτερη παπάτζα στην ιστορία των εθίμων, είναι μεγαλύτερη ντροπή για τη χώρα και από το ότι ο Μαραβέγιας είναι τραγουδιστής και ο Φετφατζίδης ποδοσφαιριστής. Θυμάμαι πάντα τη μάνα μου να με παρακαλάει να πάω για κάλαντα κι ας μην τραγουδάω κι ας μην κοπανάω το τριγωνάκι, μόνο και μόνο για να τα κονομήσει το μυξιάρικο η αδερφή μου που η τελευταία φορά που δούλεψε, ήταν και η τελευταία φορά που πήγε για κάλαντα. Κατά τα άλλα καλά; Ψωνίσατε; Χαλάσατε λεφτά; Πήρατε κόκκινα βρακιά για την πρωτοχρονιά; Δώσατε λεφτάκια στον άστεγο που όλο τον υπόλοιπο χρόνο κάνατε ότι δεν τον βλέπατε; Κι εμείς καλά.
Η Χρύσα Λύκου και το πελατολόγιό της
Δόξα το θείο βρέφος της φάτνης, ανήκω στη γενιά που τα κάλαντα έκανα χρυσές δουλειές στα γενέθλια του Κυρίου. Πρωί πρωί ντυνόμασταν σαν αστακοί και ξυπνούσαμε κάθε κακομοίρη που τόλμησε να ονειρευτεί ότι θα κοιμηθεί. Ε, κάπου στα δεκατρία παραλίγο να ανοίξουμε ΤΕΒΕ με την επιχείρηση που στήσαμε. Είχαμε πρόγραμμα και δικαιωθήκαμε. Στις πλούσιες γειτονιές των Βορείων Προαστίων, οι κυρίες εξαγόραζαν τη σιωπή μας για τυχόν φήμη περί τσιγγουνιάς, με πολύχρωμα χαρτονομίσματα. Παππούδες, γιαγιάδες, θείοι, ήθελαν να είναι οι πιο αγαπημένοι μας πάντα και ακολουθούσαν την ίδια στρατηγική. Έτσι, τα Χριστούγεννα εκείνα που μάζεψα κάτι λιγότερο από τον βασικό μισθό σήμερα, αγόρασα δώρα για όλους. Τόσο βλήμα! Για μένα πήρα μόνο μια φανέλα του Ολυμπιακού. Μη μου μιλάτε για αυτό, είμαι ευαίσθητη σε αυτό το θέμα…
Ο Νίκος Μπούρας και τα μαστοριλίκια του
Κάλαντα ε; Χμμμ…ναι… Στα χρόνια μου τα τρίγωνα τα φτιάχναμε, δεν τα αγοράζαμε. Αναστέναζαν οι οικοδομές από τα πιτσιρίκια που “έκλεβαν” αποκόμματα. Σαν καλό μαστοράκι που ήμουν είχα αναλάβει το hardware της μπάντας. Έτριβα τις μπετόβεργες με άμμο για να γυαλίσουν και να ακούγεται δυνατά το “ντιν-νταν”. Λύγισμα, συρματάκι για τον κρίκο και έτοιμο! Κάλαντα όμως δεν είπα ποτέ. Ήμουν ντροπαλός και παράφωνος. Βέβαια, το κοινό μου δεν περίμενε τον Παβαρόττι, αλλά ένα παιδάκι που θα τους βάλει τα Χριστούγεννα απ’ την εξώπορτα. Το κατάλαβα μετά από χρόνια, όταν έγινα πατέρας και ήταν πια αργά για τρίγωνα-κάλαντα. Να λοιπόν, η ευκαιρία να ζητήσω συγγνώμη απ’ αυτούς που με στερήθηκαν. Σε σας να ευχηθώ καλές γιορτές κι έναν καινούριο χρόνο όλο υγεία και δημιουργία.