Ω, ναι. Εθίστηκα ξανά στον Μπουκόβσκι. Για μια ακόμη φορά, οι εξωφρενικές ιστορίες του βιδώθηκαν για τα καλά μες στο μυαλό μου και ούτε που κατάλαβα για πότε ξεκίνησα το “Χόλιγουντ” και για πότε το τελείωσα.
Σ’ αυτό το βιβλίο, ο αγαπημένος μου ψυχογράφος κάθεται στη γραφομηχανή του και περιγράφει διεξοδικά την βρώμικη πλευρά του Χόλιγουντ, όπως ο ίδιος τη ζει από μέσα. Τώρα πια είναι σεναριογράφος μιας ταινίας και τα γραπτά μιας ολόκληρης ζωής θα παιχτούν στον λαμπερό κόσμο του κινηματογράφου.
“Γύρισα στη γραφομηχανή, έβαλα ένα γερό ποτό, το κατέβασα, έβαλα ακόμα ένα. Βρήκα αυτά τα τρία τέταρτα από ένα μπαγιάτικο πούρο, το άναψα. Η 5η συμφωνία του Σοστακόβιτς ακουγόταν στο ραδιόφωνο. Την έπεσα για τα καλά στα πλήκτρα.”
Η αυλαία ανοίγει και ο μαθημένος στην παρακμή Μπουκόβσκι, χωρίς καλά καλά να το πάρει πρέφα θα μεταφερθεί και θα ζήσει για αρκετό καιρό σε ένα διαφορετικό σύμπαν που περιβάλλεται από σκηνοθέτες, ηθοποιούς, δημοσιογράφους και σελέμπριτιζ. Κάτι που δείχνει να μην το γουστάρει καθόλου, αφού ο χώρος του κινηματογράφου του φαίνεται αδιάφορος και διεφθαρμένος.
Η πλοκή είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα και συγκεκριμένα στην όλη διαδικασία συγγραφής ενός χολιγουντιανού σεναρίου. Ο Μπουκόβσκι θα κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα: θα γράψει την ιστορία ενός αλκοολικού, του Χένρι Τσινάσκι, δηλαδή του εαυτού του.
Το σενάριο μέχρι να γίνει ταινία θα περάσει τα χίλια μύρια, καθώς ο κόσμος της αμερικάνικης κινηματογραφικής βιομηχανίας είναι σάπιος και ο φίλος μας παντελώς άσχετος με τη φάση τους. Οι ιστορίες που θα βιώσει… αλλόκοτες. Το μόνο που θέλει είναι να πίνει παρέα με την αγαπημένη του σύντροφο Σάρα, να φροντίζει τις 5 γάτες του, να παίζει στον ιππόδρομο, να ακούει κλασική μουσική, να χτυπάει την γραφομηχανή του και να βλέπει αγώνες πυγμαχίας.
Είναι απότομος με τους περισσότερους, τον ενοχλούν οι τυπικοί χαιρετισμοί και το μόνο που βρίσκει διασκεδαστικό είναι να αντλεί -ακόμα και στα γεράματα- βιώματα από μεθύστακες, τρελούς και λιγομίλητους ανθρώπους. Στους δημοσιογράφους από την άλλη, ζητάει 1000$ για μια απλή συνέντευξη, μήπως και απαλλαχθεί επιτέλους από την παρουσία τους. Δεν τους πάει, δεν τον πάνε.
Τώρα μέσω της ταινίας που ετοιμάζει και τον ενσαρκώνει ο Μίκι Ρουρκ, ο ίδιος ξαναζεί τη ζωή του ως flashback και αναπολεί τα άγρια χρόνια της νιότης του. Την εποχή δηλαδή που έπαιζε ξύλο κάθε βράδυ με έναν μπαρόβιο, είχε νταραβέρια με την Wanda -μία αλκοολική και θεότρελη γυναίκα-, ζούσε στο αχούρι που ‘χε για σπίτι της και ανάμεσα σε άδεια μπουκάλια από ουίσκι και πεταμένα αποφάγια, έγραφε και μερικά ποιήματα.
“Μερικοί άνθρωποι δεν κάνουν ποτέ τρέλες. Τι τρομακτική πρέπει να είναι η ζωή που ζουν!”
Επιπλέον, επιτίθεται στον ανήθικο κόσμο της βιομηχανίας των ονείρων με το ιδιαίτερο χιούμορ του, την κυνικότητά του και την μνημειώδη αθυροστομία του.
Αυτό το βιβλίο, όχι μόνο είναι ένα από τα καλύτερά του, αλλά είναι και η τελευταία κατάθεση ψυχής του.
Ψήσου να τον διαβάσεις. Στα ‘ξηγεί ωραία ο Γερο-Χανκ.
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Το βρίσκεις εδώ.