Προχθές, λίγες ώρες μετά τη νίκη του Trump είδα αυτό το post.

Δεδομένου ότι το Nebraska είναι του Alexander Payne, ο οποίος έχει γυρίσει και το εκπληκτικό Sideways, έκατσα και το είδα. 

Η γλυκόπικρη ιστορία της ταινίας, βασίζεται σε έναν ηλικιωμένο, τον Woody Grant, που έχει πιστέψει ότι κέρδισε ένα εκατομμύριο δολάρια από ένα διαφημιστικό λαχνό. Έτσι ξεκινάει ένα ασυνήθιστο roadtrip με τον αποξενωμένο γιο του από την Montana ως τη Nebraska για να εισπράξει το ανύπαρκτο εκατομμύριο. 

Όσο προχωρούσε η ταινία, θυμόμουν τα κλισέ posts των τελευταίων ημερών, σύμφωνα με τα οποία οι Simpsons προέβλεψαν την νίκη του Trump -κάτι σαν τον Παΐσιο σε καρτούν- και σκεφτόμουν “όχι ρε άνθρωποι. Αυτή η ταινία όντως την προέβλεψε πιο καθαρά απ’ όλους”.

Βλέπεις, μοιάζει σαν όλη η ρητορική του Trump να αντλείται απ’ το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται η ταινία. Η “ανεργία των λευκών Αμερικανών”, “οι Μεξικανοί που τους έχουν κλέψει τις δουλειές”, το “δεν παράγουμε τίποτα πια, μόνο εισάγουμε” κτλ… 

Για να μην παρεξηγηθώ, ο Alexander Payne, αποτύπωσε τη μιζέρια και το αδιέξοδο των ανθρώπων των μεσοδυτικών πολιτειών, σε μια Αμερική που προσπαθεί να συνέλθει απ’ την Κρίση του 2008.

Χρησιμοποίησε απλώς την πραγματικότητα ως το background πάνω στο οποίο ήθελε να εξελιχθεί η ταινία του.

Απ’ την άλλη, ο Trump μοιάζει σαν να γνώριζε άριστα αυτό το background, τους ανθρώπους και τα προβλήματα που το συνθέτουν. Και πώς να το εκμεταλλευτεί.

Και αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός, ότι και στις δύο πολιτείες που διαδραματίζεται η ταινία (Montana και Nebraska) επικράτησε πανηγυρικά στις εκλογές.

Μια μικρή παρένθεση.

Ψάχνοντας να βρω στοιχεία για το θέμα μου, θεωρούσα σχεδόν σίγουρο ότι η ανεργία σε αυτές τις πολιτείες θα είναι υψηλή και αρά “να, ο λόγος που ο Trump επικράτησε”… αλλά όχι. Ειδικά η Nebraska έχει ένα απ’ τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας στις ΗΠΑ (3,2%, τη στιγμή που στην πολύ πιο “διάσημη” Ουάσινγκτον είναι 5,6%).

Επομένως, γιατί τον ψήφισαν;

Υπάρχουν τρεις χαρακτηριστικές στιγμές μέσα στην ταινία, ιδιαίτερα “επεξηγηματικές” και προφητικές για να καταλάβουμε το γιατί.

1. Η βόλτα στο παλιό συνεργείο
Ο Woody Grant κάνει μία στάση στη φανταστική πόλη της Nebraska, στο Hawthorne, όπου και μεγάλωσε. Εκεί αποφασίζει να περάσει μία βόλτα απ’ το συνεργείο αυτοκινήτων που είχε κάποτε με τον συνέταιρό του και στον οποίο, φεύγοντας, πούλησε το μερίδιό του.

Αντί όμως για τον συνέταιρό του συναντά δύο Ισπανόφωνους, οι οποίοι του λένε ότι “δεν γνωρίζουν κανέναν με το όνομα Ed Pegram”. Μάλιστα, ο ένας απ’ τους δύο, δεν μιλάει καν αγγλικά και ζητάει απ’ τον συνεργάτη του, να του μεταφράσει τι λέει αυτός ο περίεργος γεράκος.

Μήπως η παραπάνω σκηνή σου θυμίζει τους ισχυρισμούς του Trump, σύμφωνα με τους οποίους οι Μεξικανοί έρχονται και κλέβουν τις δουλειές των “τίμιων Αμερικανών”;

Το επιχειρημά του είναι διαστρεβλωμένο και μπάζει από παντού, αλλά ένας ψηφοφόρος του Trump, πιστεύει ότι ακριβώς έτσι έχουν τα πράγματα.

2. Η συνάντηση με τα ξαδέρφια
Ο υπερήλικας αδερφός του πρωταγωνιστή, έχει δύο δίδυμους γιους, άνεργους, που μένουν ακόμα μαζί του στο ίδιο σπίτι. Η μητέρα τους δικαιολογείται λέγοντας ότι μετά την κρίση του 2008 “τα πράγματα είναι δύσκολα” όσον αφορά την εργασία.

Ο γιος του πρωταγωνιστή (ο τύπος στα δεξιά) δουλεύει ως πωλητής σε κατάστημα ηλεκτρονικών ειδών και της ανταπαντά κάτι σε στιλ “μην ντρέπεστε. Και εγώ που δουλεύω, τι νομίζετε; Μια δουλειά χωρίς νόημα κάνω”.

Πρόκειται για εκείνους τους Αμερικανούς, τους παραγκωνισμένους, που δεν βλέπουμε ποτέ στις ταινίες, που ζουν σε πολιτείες με χαμηλή ανεργία, αλλά με δουλειές που δεν χαίρουν εκτίμησης στους αστούς της Νέας Υόρκης και της Καλιφόρνια. Με δουλειές που θεωρούνται αδιέξοδες και με τον μόνιμο φόβο “μην καταλήξουν σε κάποια φάρμα”, να κρέμεται πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Άνθρωποι βουτηγμένοι στην παραίτηση, με προβλήματα επιβίωσης, που δεν βλέπουν κάποιον στην Ουάσινγκτον να ενδιαφέρεται γι’ αυτούς, αλλά μόνο να τους υποτιμά.

3. Οι κουβέντες για τα αυτοκίνητα
Σε όλην την ταινία το αυτοκίνητο είναι πρωταγωνιστής. Υπάρχουν όμως δύο στιγμές, που όταν γίνεται συζήτηση γύρω απ’ αυτό αντανακλάται μία πολύ δημοφιλής άποψη που υπάρχει τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ. Αυτή που λέει ότι “πλέον δεν παράγουμε και προτιμούμε τα ξένα προϊόντα”.

Όταν ο γιος του πρωταγωνιστή λέει στα δυό ξαδέρφια του τι μάρκα αυτοκινήτου έχει ο ίδιος, ο αδερφός του και η γυναίκα του αδερφού του, η παρατήρηση που ακολουθεί είναι αυτή: 

Αυτή η διαπίστωση γίνεται χωρίς να τον κατακρίνουν, απλώς αποτυπώνουν την πραγματικότητα που φέρνουν τα λόγια του.

(Τον Ιανουάριο του 2016 τα τρία πρώτα σε πωλήσεις αυτοκίνητα ήταν τα Toyota Camry, Honda Civic και Toyota Corrola. Για να βρεις αμερικανικό αυτοκίνητο πρέπει να φτάσεις στην 6η θέση, όπου συναντάς το Ford Fusion).

Τα “ξένα” αυτοκίνητά κερδίζουν τον μέσο Αμερικανό και αυτό μεταφράστηκε σε κάποιους ως “ΠΕΡΝΟΥΜΕ ΞΕΝΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΕΝΟ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΗΤΕΡΑ, ΓΕΜΗΣΑΜΕ ΚΙΝΕΖΗΚΑ”.

Και στη συνέχεια της ταινίας, όταν όλο το σόι έχει συγκεντρωθεί και παρακολουθεί αποχαυνωμένο τηλεόραση, ακολουθεί συζήτηση που καταλήγει στο ότι τα “αμερικανικά αυτοκίνητα είναι αθάνατα και ότι δεν τα φτιάχνουν όπως παλιά”.

Μόνο που αποδεικνύεται ότι η Buick του ’79, που ανήκει σ’ αυτόν που την χαρακτηρίζει “αθάνατη”, δεν παίρνει πια μπρος…

Βλέποντας το συμβολικά ασπρόμαυρο Nebraska συνολικά, με όλη την ατμόσφαιρα ανίας και απογοήτευσης που αποπνέει -και όχι μόνο τις τρεις παραπάνω σκηνές- καταλαβαίνεις ότι ήταν ένα από τα πολλά καμπανάκια που χτύπησαν τα προηγούμενα χρόνια. Ένα από εκείνα τα καμπανάκια που κανείς δεν άκουσε ή και αν το άκουσε, δεν κατάλαβε για τι ακριβώς σε προειδοποιούσε. Πόσο ορατός ήταν ο κίνδυνος να εμφανιστεί ένας τσαρλατάνος σαν τον Trump.