Ο Πατρίκ Μοντιανό, θέλω να σου πω από την αρχή ότι είναι μαγικός και μαγεμένος! Τον Οκτώβρη του 2014 η Σουηδική Ακαδημία του εμπιστεύτηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, “για την τέχνη της μνήμης, με την οποία φέρνει στον νου τα πιο ασύλληπτα ανθρώπινα πεπρωμένα και αποκαλύπτει τον ζωντανό κόσμο της Κατοχής”. Προσωπικά, θα μπορούσα να τον βραβεύω για κάθε σελίδα των βιβλίων του, αυτών των μικρών πολυτίμων λίθων που δεν χάνονται στη λήθη.
Η μνήμη, ο χρόνος, η αναζήτηση της χαμένης ταυτότητας, είναι οι εξαγνισμένοι δαίμονες που σαλεύουν στο παράφορα όμορφα και επικίνδυνα μελαγχολικό Παρίσι. “Στο cafe της χαμένης νιότης” ο χρόνος μας ταξιδεύει στη δεκαετία του ’60, μας συστήσει μια νεαρή κοπέλα. Σαν αερικό, περιφέρεται ανάμεσα σε τυχαίες και άσκοπες συναντήσεις. Το κάρμα, φέρνει κοντά ανθρώπους σε μια θαμπή εικόνα που κανείς δεν μπορεί να διακρίνει τον άλλον.
Η Λούκι, νιώθει ασφαλής ανάμεσα σε μοναχικούς ανθρώπους. Εκεί που κανείς δε ρωτά και εύκολα ξεχνά. Στο cafe “Conde”, φλυαρεί το χρόνο της με καταραμένους ποιητές και συγγραφείς, ανθρώπους που ζουν στη σκιά μιας απειλητικής Τέχνης, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να τους ζητήσει τα πάντα, χωρίς να τους δώσει τίποτα.
Μιλάνε για αυτήν χωρίς αυτήν. Συμβαίνει αυτό με τους ανθρώπους. Περιγράφουν όσους δεν γνώρισαν ποτέ ουσιαστικά, ερμηνεύουν συμπεριφορές και συναισθήματα ψυχών, που και οι ίδιες ακόμη δεν ξέρουν που ανήκουν.
“Άραγε, είμαστε πραγματικά υπεύθυνοι για τους κομπάρσους που δεν τους έχουμε επιλέξει και τους συναντάμε στο ξεκίνημα της ζωής μας;”
Το Παρίσι αποθεώνεται στις γραμμές του Μοντιανό. Διαβάζοντας, επέστρεψα στο δικό μου ταξίδι εκεί. Με έκανε να μυρίσω τη μυρωδιά των παλιών βιβλιοπωλείων, τη ζεστασιά των μικρών καφέ. Τα πανέμορφα κτήρια. Τον ήλιο που τρυπώνει στις μικρές γειτονιές και ξεχύνεται στις μεγάλες λεωφόρους. Με έκανε να θυμηθώ, εκείνη τη στιγμή που έδυε ο ήλιος στο Λούβρο και ένιωσα για πρώτη φορά την ανάγκη του να μην ανήκεις πουθενά. Για πρώτη φορά, σκέφτηκα ότι οι άνθρωποι χάνονται και αυτό αντέχει να μη μοιάζει με κακό.
Την κατακερματισμένη εικόνα της ηρωίδας περιγράφουν ο ιδιωτικός ντεντέκτιβ, ο σύζυγος, ένας φοιτητής και ένας εκκολαπτόμενος συγγραφέας. Αναζητούν τη χαμένη νιότης της Λούκι, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο τι έχασαν τελικά και οι ίδιοι από τον εαυτό τους. Διάχυτος ο ερωτισμός, φλερτάρει με καπνούς από τσιγάρα και αλκοόλ, χορεύει με ήχους τζαζ.
“Όταν αγαπάς κάποιον, δέχεσαι και το μυστήριό του… για αυτό τον αγαπάμε, άλλωστε…”
Ο συγγραφέας, διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη αποφεύγοντας μοναδικά μια ψεύτικη και πρόχειρη αφήγηση. Εισχωρεί στην ψυχή των πρωταγωνιστών, αναδεικνύοντας τις αδυναμίες τους, κάνοντας μας να τους αναγνωρίσουμε παντού γύρω μας.
Να διαβάσετε “Στο Καφέ της χαμένης νιότης”, να ψάξετε όλα τα βιβλία αυτού του φανταστικού τύπου. Είναι μια μοναδική ευκαιρία, να ταξιδέψετε σε δρόμους γεμάτους φως και σκοτάδι. Στο Παρίσι και την ψυχή σας!
“Ήταν εκεί ο πανικός, πότε πότε, στην προοπτική ότι οι κομπάρσοι που έχεις αφήσει πίσω σου, μπορούν να σε ξαναβρούν και να σου ζητήσουν λογαριασμό. Πρέπει να κρυφτείς για να ξεφύγεις απ’αυτούς τους εκβιαστές, ελπίζοντας ότι, μία μέρα, θα βρεθείς οριστικά έξω απ’την εμβέλειά τους. Εκεί ψηλά, στον αέρα της κορυφής. Ή στον αέρα της ανοιχτωσιάς”
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ και το βρίσκεις εδώ