Λίγο πριν φουσκώσουμε για τα καλά από τις γαλοπούλες και τα μελομακάρονα, το στομάχι μας πρόλαβε να γεμίσει η πρεμιέρα της νέας ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου – του χρησμένου απ’ όλους καθώς φαίνεται εθνικού μας σταρ. Το «Poor things» αυτή τη στιγμή φιγουράρει ανάμεσα στις κορυφαίες ταινίες της χρονιάς που μας πέρασε για το εξωτερικό και της χρονιάς που μας ήρθε για τα δικά μας τα εγχώρια, μιας και διατηρούμε μονίμως μια μικρή καθυστέρηση στις διανομές.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαράντης
Τα Όσκαρ πλησιάζουν, οι Χρυσές Σφαίρες ήρθαν και τίμησαν το εγχείρημα του Έλληνα δημιουργού και το ελληνικό κοινό τρέχει ασταμάτητα στις αίθουσες μην και χάσει την ευκαιρία να γευτεί λίγη από την δόση της πρόσφατης πολιτιστικής κληρονομιάς του. Κι είναι όλοι εκεί. Οι κριτικοί, οι διανοούμενοι, οι φιλοθεάμονες, αυτοί που δεν έχουν ξαναδεί κινηματογράφο, αυτοί που πιστεύουν πως ξέρουν από κινηματογράφο κι οι απλά περίεργοι. Κι είναι πράγματι εντυπωσιακό, το πώς μία χώρα που δεν διαθέτει μια τόσο ισχυρή κινηματογραφική παράδοση στηρίζει μαζικά το παιδί της. Κι όλα αυτά τη στιγμή που οι περισσότερες αίθουσες δίνουν τη θέση τους σε ξενοδοχειακές μονάδες.
Σίγουρα η προσέλευση που έχει σημειωθεί μπορεί να εκληφθεί ευοίωνη για το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά πώς μπορούμε να πούμε ότι κάτι τέτοιο ισχύει όταν τόσοι άλλοι δημιουργοί παραμένουν αφανείς; Τι χρειάζεται εν τέλει το ελληνικό κοινό για να στραφεί στη τέχνη; Η Έμμα Στόουν και τα φανταχτερά σκηνικά φαίνεται να αρκούν. Οι δυο τρεις υποψηφιότητες για τα βραβεία της Ακαδημίας φτάνουν και περισσεύουν. Ο Γιώργος Λάνθιμος κατάφερε με επιμονή και υπομονή να κατακτήσει τη θέση του στο καλλιτεχνικό πανόραμα και να την επιχρυσώσει με βραβεία και υποψηφιότητες. Και ναι. Αυτό είναι κάτι που διεκδίκησε ο ίδιος, χωρίς σπουδαίες κρατικές αρωγές και τα λοιπά και τα λοιπά. Κι είναι όμορφο το πόσο περήφανοι νιώθουν αυτή τη στιγμή οι περισσότεροι Έλληνες, όσο όμορφο ήταν και το 2004 και κάθε άλλη χρονιά που στέφθηκε με δάφνες η «Ελλάδα». Όμως το παρελθόν μας έδειξε πως ό, τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός και πως η περηφάνια εύκολα μετατρέπεται σε μίσος και ζηλοφθονίες. Μην με παρεξηγήσετε, σε καμία περίπτωση δεν θέλω να μειώσω τη δουλειά του Γιώργου Λάνθιμου – την οποία μάλιστα σέβομαι απεριόριστα. Απλά θέλω να εκφράσω έναν προβληματισμό περί της συνολικής στάσης της χώρας μας απέναντι στην τέχνη και τους δημιουργούς της – και περί ημών των ιδίων ενδεχομένως.
Σε μια χώρα, της οποίας η κυβέρνηση αδιαφορεί χρόνια τώρα για την πολιτιστική παραγωγή και αντίστοιχα ο πληθυσμός της απέχει σχεδόν επιδεικτικά απ’ όσες μορφές έκφρασης δεν ταυτίζονται με την τηλεόραση, βιώνουμε μια πρωτόγνωρη – για τα πρόσφατα δεδομένα – στιγμή που δεν δικαιολογείται από το παρελθόν που έχει διαγραφεί. Κι όχι, δεν θα σταθούμε στο αν η ταινία ήταν πράγματι αριστούργημα ή όχι, ούτε θα προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε μια νέα γλώσσα για να την πλαισιώσουμε, γιατί πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως τέτοιες γλώσσες υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο για λογαριασμό τους. Γιατί η ποίηση είναι μια γλώσσα για δική της χρήση – μόνο η ουσία της ή για την ακρίβεια η ερμηνεία της είναι αυτή που μας ανήκει.