Αγορίνα μου εσύ, λεβέντη μου, χρυσό μου παιδί, σίμωσε να σου στορίσω για χρόνους περασμένους… Σίμωσε να σου μιλήσω, για το Τεπελένι, την Κορυτσά και τη Λισαβώνα, για τα χρόνια τα ηρωικά, για τότες που η ψυχή του Έλληνα δεν λόγιαζε από μπουνάτσες και τραμουντάνες.
Έλα να ακούσεις για το πειρατικό, για εκείνο το παλιό ρημάδι που γίνηκε παπόρι ορθόπλωρο, ντυμένο στ’ ασημόφλουρο, με την γοργόνα Παναγιά στην πλώρη και τον Θοδωρή τον Ζαγοράκη καπετάνιο, να σεργιανάει σε Ανατολή και Δύση, Σεβίλλια και Αλεξάνδρεια, Οπόρτο και Λισαβώνα.
Το έπος της Πορτογαλίας φέρνει στα μάτια μου το δάκρυ το αρμυρωμένο, σαν την εικόνα του πατέρα την τελευταία που κρατώ στη μνήμη, λίγο προτού το τρένο σφυρίξει για τα βουνά της Πίνδου… Λίγο προτού στείλει στη μάνα, το γράμμα το τελευταίο από το Μέτωπο, που το σταύρωσε με μιαν ευχή και ένα φιλί, και έγραψε “να μου φιλήσεις τον Λεφθέρη και άμα δεν γυρίσω μη δακρύσεις, μόνο να του δώσεις αυτό το κομπολόι για φυλαχτό και να του πεις ότι θυσιάστηκα για τη λευτεριά και το ΠΑΣΟΚ”… Μα ο δόλιος ο πατέρας δεν ήξερε γράμματα και έβαζε τον Κωστή τον καλαμαρά να του τα γράφει, που τον είχε μάθει από μικρόνε ο πατέρας του ο Γιωργαρέλος, που’ χε το μπακαλικάκι στη γειτονιά, να γράφει στα τεφτέρια τα χρωστούμενα της φτωχολογιάς. Και το κομπολόι δεν έφθασε ποτές…
Και ξεκινάει το Γιούρο και νικάμε τον έναν εχθρό μετά τον άλλον και ο Γιώργης ο Χελάκης, σαν άλλη Σοφία Βέμπο, να ψυχώνει τα παλικάρια με τη φωνή του και τις ασυναρτησίες του και να βλέπει τα παιχνίδια απ’ την Πορτογαλία τζάμπα, δήθεν δουλεύοντας, μην του γαμ#@#!@ τίποτα κι αυτουνού, του παλιόκαργ@#$%#.
Και ο Βασίλης ο Τσιάρτας, ο γιος της αστραπής ο φτεροπόδαρος, που έτρεχε πιο αργά κι απ’ τον Σαράντο τον Πέργουλα, που γύρισε από την Πίνδο με το ζερβό το πόδι κομμένο, επειδής του το μαγαρίσανε η γάγγραινα και τα κρυοπαγήματα… Έτσι κι ο Τσάρτας, έβγαλε την μπαλιά στην πλάτη του δόλιου του Ελγκέρα και ήταν σάματις να ’βαζε να πιει ένα ποτήρι νερό, καθάριο και κρουσταλλένιο, ένα νερό που δροσέρεψε τον λαιμό της Ελλάδας ολάκερης.
Και στον ημιτελικό με τους Τσεχοσλοβάκους, ο Τραϊανός ο Δέλλας, μια καρδιά ενωσίτικη σε μπόι γίγαντα, φτερούγισε σαν νυχτοπούλι στα πέρατα του ουρανού, για να πιάσει την κεφαλιά και να φέρει το μαντάτο το καλό… Το μαντάτο ότι φύγαμε για τελικό.
Και αργότερα στο παιχνίδι το τελευταίο, σταλαγματιά σταλαγματιά να ποτίζει τη γης το δάκρυ του Ρονάλντο και ο Φίγκο ο δυστυχής, να κοιτάζει τον Χαριστέα, έτσι αψηλό και άχαρο και να απορεί, πώς ετούτος εδώ ο καρπουζάς, του έκανε το σπίτι, οικόπεδο και παλιοσίδερα.
Και μαζωμένοι πάλι εμείς, εκεί στην πλατεΐτσα που δοκιμάσαμε τα πρώτα μας φιλιά, να κρυφοκλαίμε τώρα όλοι οι Έλληνες, ώσπου να μερέψει η καρδιά απ’ του Χαριστέα την γκολάρα.
Και να φωνάζουμε “είναι βαριά, είναι βαριά η μαλαπέρδα του τσολιά”, σάματις να βλέπαμε ξανά στους σινεμάδες τα έργα τα πονηρά… Σουβλάκι, λαδόψωμο και βυσσινάδα δροσερή ο μπροστινός, κι εμείς με ένα παλιοκούλουρο σουσαμένιο μα την καρδιά γιομάτη, να βλέπουμε ταινίες σπουδαίες, ταινίες αξέχαστες, όπως το “Εμείς οι βλάχοι όπως λάχει”… Εκεί όπου σήκωναν οι τσολιάδες την φουστανέλα και οι τίμιες τσελιγκοπούλες, ροδαλές και αφράτες σαν φραντζόλες, παράταγαν τη στάμνα με το νερό, στης βρύσης το πλακώστρωτο και πιάνανε στα δυο τους χεροπάλαμα, τις τίμιες μαλαπέρδες και τις σφίγγανε σαν να ζυμώνανε, ψωμάκι κριθαρένιο.
Και μετά, στης Βάθης τα χαμώσπιτα τα σκοτεινά, κατηφορίζαμε να ανταμώσουμε τη μαντάμ Λένα τη Σμυρνιά και να μας γεμίσουν τα κορίτσια της, με του έρωτα τις λαβωματιές. Παιδιά άμαθα εμείς, με το χνουδάκι στ’ απανώχειλο λιγνό ακόμη, της ακουμπούσαμε μια δεκάρα τρύπια και έναν ανθό κομμένο απ’ του δρόμου τις νερατζιές, φτωχό χαρτζιλικάκι, για να σεργιανίσουμε στου έρωτα τα καλντερίμια…
Θυμάμαι όμως και το άλλο το σύνθημα, εκείνο που ‘καμε τα κοριτσόπουλα να κοκκινίζουν και να χαμηλώνουν το βλέμμα, εκείνο που ‘λεγε “πάρε μας μια πίπα, Ζινεντίν Ζιντάν… Πάρε μας μια πίπα, Ζινεντίν Ζιντάν”, σύνθημα αντρίκιο, σερνικό… Σύνθημα βγαλμένο μέσα απ’ τα βάσανα και τις πίκρες της φτωχολογιάς, ποτισμένο απ’ τη σοφία της λαϊκής μας παράδοσης, αυτήν που μπόλιασε την ψυχή των άλλων μεγάλων μας ποιητών, του Διονύσιου του Σολωμού, του Κωστή του Παλαμά, του Τηλέμαχου του Χυτήρη…
Εκείνο το απόβραδο στους πανηγυρισμούς, αντάμωσα και αυτόν τον σπουδαίο τον ηθοποιό, αυτόν τον γίγαντα της υποκριτικής, τον τεράστιο τον Γιάννη τον Βούρο, να σεργιανάει παρέα με τον άλλον τον σπουδαίο, τον Πασχάλη τον Τσαρούχα, και έτσι δακρυσμένοι όπως ήμασταν, θυμάμαι σαν τώρα τον Γιαννάκη να μου λέει “Λεφθέρη, ξέρεις γιατί το σηκώσαμε το Ευρωπαϊκό”; “Ξέρω Γιάννη”, να του κάνω, “Ξέρω χρυσό μου παιδί, λεβέντη μου εσύ, ξέρω… Γιατί δεν έπαιζαν παίχτες του κωλόγαυρου στην ομάδα” και τότες γινήκαμε κουβάρι και οι τρεις απ’ τα σφιχταγκαλιάσματα και κύλησε η νύχτα και έφερε το πρωί και εμείς ακόμη τραγουδούσαμε για της προσφυγιάς το καμάρι… την ΑΕΚάρα μας.