Λοιπόν, έχεις τον Θοδωράκη έτσι, τον Μίκη, άκου όνομα, ο “Μίκης”, ποιος Μίκης μωρέ τώρα κάτσε καλά, ο “Μ ί κ η ς”, θα μας πει για τον σοσιαλισμό τώρα, που κατέβηκε ο Αντρέας ο γίγαντας το ’81 και τα σάρωσε όλα, ΤΑ ΣΑΡΩΣΕ ΟΛΑ, τίποτα δεν άφησε, κατό κατομμύρια ψήφοι πήρε, εδώ τον Αλέφαντο ν’ακούς τι σου λέει, λοιπόν.
Έπειτα, έχεις τον άλλονα τον παιχταρά τον Μάνο τον Χατζιδάκι τον γίγαντα, που ‘ναι ωραίος, γρήγορος, πάει και σου κάνει το “Χαμόγελο της Τζοκόντας”, 3-0 από ημίχρονο, άστο έφυγες, να περάσει ο επόμενος, με το χαμόγελό της, με τα αυτά της η Τζοκόντα, κορίτσαρος… Και αναρωτιέσαι τώρα, που θα την εβγάλει την πάσα, το μάτι της παίζει, κοιτάζει αριστερά, σ’ αυτόνα, κοιτάζει δεξιά, σε κείνονα, μπερδεύει αμυντικό, τερματοφύλακα, τα μπολς μπόις, τα σημαιάκια του κόρνερε, τα πάντα όλα… Και σου κολλάει το γκολ, σου παίρνει τους τρεις πόντους, γεια σας τώρα, τραβάτε στον Μαραθώνα να μαζέψετε καρπούζα, έπιασε Αύγουστος, ΓΕΙΑ ΣΑΣ. Λοιπόν, έτσι είναι.
Πας τώρα εσύ ο Θοδωράκης να πούμε και μου κουνάς τα χέρια όρθιος και μου παριστάνεις τον μαέστρο και από κάτω παίζουν τα μπουζούκια και τα ντέφια, γίνονται μωρέ αυτά τα πράματα τώρα, ΓΙΝΟΝΤΑΙ; Ποιον πας να κάνεις, τον Μπετόβεν και τον Μότσαρ; Πιανόνται μωρέ αυτοί; Πουθενά δεν ακούμπησες, ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕΝ ΑΚΟΥΜΠΗΣΕΣ, ΕΔΩ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΕΦΑΝΤΟ ΜΙΛΑΣ, σε έφαγε ο Χατζιδάκις, ΣΕ Ε-ΦΑ-ΓΕ, σε έστειλε στη Δραπετσώνα να ψάχνεις το γεράνι σου και το στεφάνι σου και τ’ αυτά σου, και δεν πήρες χαμπάρι, κοιμόσουνα, ΚΟΙΜΟΣΟΥΝΑ… Λοιπόν.
Ο Θοδωράκης ξέρεις για τι είναι; Εγώ τους τα ’χω πει. Ο Θοδωράκης είναι να πηγαίνει εκεί στον Σπύρο τον Παπαδόπουλο στην εχπομπή να πίνει κανά κρασάκι, να λέει καμιά ιστορία από όταν ήτανε εξορία στα κουφονήσια εκεί πέρα στην Αλόνησο, να του κάνουνε κανά αφιέρωμα με τον Μητσιά τον πεθαμένο και τον άλλονα που πετάει με τα χαμοπούλια, τον Μπάτση, και μέχρις εκεί. Γι’ αυτά είναι… Τι να μας πεις ρε Θοδωράκη τώρα, ε; Τι να μας πεις; Για την Φαραντούρη; Δεν την εβλέπουμε; Για τον Νταλάρα; Δεν τον εβλέπουμε; Άστην την προπαγάνδα τώρα, σας μάθαμε ρε δημοσιογραφάκια, πέσανε πάνω του τώρα διάφοροι, ζηλεύανε, κάνανε, βγαίνει ο άλλος ο Σωτηρακόπουλος στον σπορτ εφέμ και λέει κομματάρα ο Ζορμπάς… Ποια κομματάρα μωρέ, πλάκα κάνουμε; ΠΛΑΚΑ ΚΑΝΟΥΜΕ; Τιρίν και τιρίν έχει πάρει εκεί ένα μπουζούκι και το γρατσουνάει και έχει βάλει τον άλλονα τον απίθανο αυτόν που βάραγε τα κανόνια στο ναβαρόνε, τον Αντονι Κουή, και πηγαίνει πέρα δώθε σαν τον τερματοφύλακα στα ποδοσφαιράκια στα σφαιριστήρια, όταν κάναμε σκασιαρχεία απ’ το γυμνάσιο… Ασε μας τώρα μωρέ, εδώ με τον Αλέφαντο μιλάς, πού μιλάς; Με τους πανούτσηδες;
Λοιπόν, θέλω να σου πω δηλαδή, δεν είναι έτσι… Βλέπεις τον Χατζιδάκι ας πούμε, έλα εδώ κύριε. Ποιο τραγούδι έχεις γράψει εσύ; Τα παιδιά του Πειραιά. Μάλιστα… Χαίρεται ο κόσμος όλος, ΧΑΙΡΕΤΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΟΛΟΣ, το τραγούδαγε ο Σωκράτης ο Κόκκαλης ο γίγαντας και χαμογελούσε και το πούρο του ρε, τι να λέμε τώρα.
Και έχεις και τον άλλονα “πότε θα σημάνουν οι καμπάνες” και “πότε θα σημάνουν οι καμπάνες”; Πότε θα σημάνουνε ρε Θοδωράκη οι καμπάνες, εσύ ξέρεις να μας πεις; Ε; ΞΕΡΕΙΣ; Τώρα που μεσημέριασε, τώρα που κοιμάται ο κοσμάκης; Ε;
Εγώ του το ‘χω πει 100.000 φορές, τράβα πάνω στην ταράτσα μαζί με τον άλλονα αυτόνε τον Αντρέα τον πως τονε λένε να παίξετε πασούλες, τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ και γεια σας… Αφού έτσι τα ‘βγαζες τα τραγούδια, πώς τα ‘βγαζες; Πασούλες παίζατε μωρέ, ΠΑΣΟΥΛΕΣ ΠΑΙΖΑΤΕ…
Λοιπόν.