Σε ένα παράλληλο σύμπαν, μπάλα παρακολουθούν μόνο οι γυναίκες και μεις βαριόμαστε να βλέπουμε 20 μαντραχαλάδες να τρέχουν πάνω κάτω χωρίς νόημα.

Ε, λοιπόν, σ’ αυτό το παράλληλο σύμπαν (και αδιανόητο) ένας τύπος που έχει μπουχτίσει από την “άρρωστη” με το ποδόσφαιρο σύντροφό του, μας στέλνει μία επιστολή για να ξεσπάσει. 

Τσεκάρε τι μας λέει.

“Με λένε Δημήτρη Χ. και έχω σχέση με μια κοπέλα εδώ και 3 χρόνια σχεδόν. Είμαστε πολύ καλά, αρκετά αγαπημένοι θα ’λεγα και το επόμενο καλοκαίρι σχεδιάζουμε μάλιστα και να παντρευτούμε. Ωστόσο, έχω το ίδιο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι άνδρες με τις γυναίκες τους: είναι υπερβολικά κολλημένη με το ποδόσφαιρο.

Θα μου πει κάποιος “σιγά το πρόβλημα ρε μεγάλε, όλες οι γυναίκες έτσι δεν είναι; Το περίεργο θα ‘ταν να μη βλέπει μπάλα” και θα ‘χε και δίκιο. Ωστόσο, η δικιά μου δεν είναι η συνηθισμένη κολλημένη που απλώς ακούει όλη μέρα αθλητικό ραδιόφωνο ή έχει διαρκείας στην 7.

Από τις πρώτες ημέρες της γνωριμίας μας, μου είχε μιλήσει ανοιχτά για το πάθος της, και μου είχε τονίσει κιόλας πιο συγκεκριμένα “εγώ μια καψούρα έχω στην καρδιά, τον Ολυμπιακό. Είναι σκέτη καύλα, είναι ο αρκούδος μου, ο χαζοζουζούνος μου”.

Εγώ δεν είδα κάποιο πρόβλημα σ’ αυτό και το δέχτηκα χωρίς να φέρω και πολλές αντιρρήσεις να πούμε, ντάξει, χαλαρά. Και τις Κυριακές την άφηνα να πηγαίνει με τις φίλες της στο γήπεδο και τις Τετάρτες την άφηνα ήσυχη να φχαριστηθεί το τσάμπιονς λιγκ της και όλα ήταν κομπλέ.

Όμως στο μουντιάλ του ’14 η σχέση μας πέρασε την πρώτη της κρίση. Ένας μήνας ποδόσφαιρο ήταν πολύς καιρός και όσο σκέφτομαι ότι τώρα θα ξαναζήσω το ίδιο μαρτύριο με το Euro, τρελαίνομαι.

Σκεφτείτε δηλαδή ότι πάλι θα βγαίνουμε έξω και θα έχει παντού μόνο άντρες, γιατί όλες οι γκόμενες θα είναι σπίτι και θα βλέπουν μπάλα. Δεν λέω, καλές είναι και οι αντροπαρέες, να θυμηθούμε και λίγο τα παλιά, να πούμε για κανά αμάξι, για καμιά ταινία του Στέηθαμ κι αυτά, αλλά όπως και να το κάνεις, ένα μαγαζι χωρίς γυναίκες είναι μισό.

Θυμάμαι, λοιπόν, το ‘14 ήταν σαν να μην υπήρχα για εκείνη.

Άφηνα ανοιχτή την πόρτα του μπάνιου επίτηδες, να δει το καπάκι σηκωμένο, αλλά δεν το πρόσεχε καν.

Περνούσα από μπροστά της φορώντας μόνο τα απαραίτητα, και έκανε σαν να μην υπήρχα, σαν να μην ήταν το άσπρο σώβρακο με τις ασορτί άσπρες κάλτσες μου, ο λόγος που με ερωτεύτηκε εξαρχής.

Έτρωγα απ’ το κοκκινιστό της και της έλεγα “καλό, αλλά σαν της μάνας μου δεν είναι” και δεν γυρνούσε καν να με κοιτάξει.

Έτρωγα το σουβλάκι μου και πετούσα επίτηδες την τομάτα κάτω, και “μου ‘λεγε, δεν πειράζει μωρό μου, θα το μαζέψω εγώ μετά. ΚΟΙΤΑ ΤΟ ΜΟΥΝΙ ΚΑΝΕΙ ΘΕΑΤΡΟ, ΣΗΚΩ ΠΑΝΩ. Όχι εσύ μωρό μου, θα μίλαγα εγώ ποτέ έτσι σε σένα; Φιλάκι;”.

Μέχρι και το φεγγάρι της είπα ένα βράδυ να πάμε να χαζέψουμε στον Λυκαβηττό, ξέρετε αυτήν την λευκή κουτσουλιά στον ουρανό που την βρίσκουν ρομαντική, θέλουν να τη χαζεύουν αγκαλίτσα και κάτι τέτοιες χαζομάρες. Αλλά και πάλι έφαγα άκυρο. Ήθελε λέει να δει Κολομβία, αν ο Χάμες θα ξαναέβαζε γκολάρα σαν αυτήν που έβαλε με την Ουρουγουάη.

Απόψε λοιπόν που είναι το πρώτο ματς αυτού του Euro πως το λένε, έχει καλέσει όλην την κοριτσοπαρέα να αράξει στο σαλόνι μας. Και φυσικά ποιος θα κάνει πάλι τον υπηρέτη; Εγώ. Ποιος θα πηγαινοφέρνει το σούσι και το λευκό κρασί; Εγώ.

Ξέρετε, καμιά φορά ζηλεύω τους κολλητούς μου που οι δικές τους βγαίνουν έξω να δουν αυτά τα ποδόσφαιρα και τους αφήνουν στην ησυχία τους να αράξουν σπίτι, να κυκλοφορούν με το σώβρακο χωρίς να τους νοιάζει τίποτα, να βάζουν τέρμα Μέγκαντεθ και να ξανανιώθουν 20 χρονώνε…. Όμως όχι. Η δικιά μου ΕΚΕΙ, ΜΠΑΣΤΑΚΑΣ. Δεν το κουνάει απ’ το σαλόνι.  

Στον τελικό του τσάμπιονς λιγκ φτάσαμε πολύ κοντά στον χωρισμό. Είχαμε χουχουλιάσει στον καναπέ και βλέπαμε αγκαλίτσα το ματσάκι. Σε κάποιο σημείο την ρωτάω “Βρε αγάπη μου, τι είναι αυτό το οφσάιντ που λένε συνέχεια”; Προσπάθησε να μου εξηγήσει, αλλά εγώ δεν μπορούσα να το καταλάβω. Συνέχιζε εκείνη, πάλι τίποτα εγώ. Ώσπου μου λέει “είναι σαν να κρατάει ένα ταπεράκι η μάνα σου, μπροστά της να είμαι εγώ, μπροστά από εμένα εσύ και αυτή να το πετάει από πάνω μου για να το πιάσεις εσύ. Αν εκείνη τη στιγμή ακουμπήσεις το ταπεράκι, χωρίς να σε καλύπτω εγώ ή κάποιος απ’ τη δικιά μου ομάδα – η μαμά μου ας πούμε – είσαι οφσάιντ, είναι άκυρη η προσπάθεια, δεν μπορείς να φας το μαγειρευτό της. “Την μάνα μου τώρα της λέω, τι θέλεις και την ανακατεύεις σ’ αυτές τις βλακείες”; “Βλακείες το ποδόσφαιρο;” μου λέει και ρίξαμε έναν καυγά που άρχισε με ουρλιαχτά και τελείωσε με μένα να κλείνω την πόρτα και να χάνομαι στη νύχτα, οδηγώντας σαν τρελός.

Ξαναγύρισα την επόμενη μέρα, αλλά της πήρε καιρό “να νιώσει όπως πρώτα”.

Σ’ αυτό το Ευρωπαϊκό φοβάμαι… Δεν θέλω να χαλάσω αυτό που έχουμε, αλλά δεν ξέρω αν θα μπορέσω πάλι να την βλέπω όλη μέρα ξάπλα σε έναν καναπέ να με αγνοεί. Ας ελπίσουμε σ’ αυτό το Euro να αποκλειστεί γρήγορα η Βραζιλία, μπας και πάψει να το βλέπει”.