Γλυκιά νυχτιά η χθεσινή, θαρρείς και φύσαγε αγέρας δυνατός και άγριος, αγέρας καθάριος που διώχνει τη στεναχώρια απ’ την αεκτζήδικη την καρδιά, απ’ την καρδιά που τα χρόνια τα πρόσφατα κρυφογυρεύει μια στάλα χαράς να δροσιστεί κι αυτή η δόλια.

Βουβό το γήπεδο, εξέδρες άδειες, φυστίκι αράπικο και γκαζόζα για να δροσίσει ο λαιμός, δυόσμος και βασιλικός για να μοσχοβολήσει το χνώτο, έτοιμο να καλοδεχθεί το μαντάτο της νίκης, το μαντάτο του γδικιωμού.

Παρέα με τον Κώστα τον Λαλιώτη, σιμά μας φάτσες γνώριμες, ηρωικές και αντρίκες, ο Τάκης ο Νικολούδης, ο Στέλιος ο Σεραφίδης, ο Τάκης ο Καραγκιοζόπουλος, παλιές δόξες της ΑΕΚΑΡΑΣ, παίκτες που δώσανε την ψυχή τους τότες που μέτραγε η φανέλα και ο ιδρώτας, τότες που τα τάλαρα του Γουλανδρή και του Κοσκωτά δεν φτάναν για να σβήσει το κιτρινόμαυρο σημάδι απ’ του στήθους το μέρος το ζερβό, εκεί που χτυπούνε της καρδιάς τα σήμαντρα.

Σφυράει ο διαιτητής, μια προσευχή στον Άη Λεφθέρη να βλογίσει τα παλικάρια και μια Παναγία στον Μαρινάκη και το βλέμμα καρφώνεται στου χόρτου τις γραμμές και στα φτωχοπάπουτσα του Γιάννη του Ανέστη, αυτού του Έλληνα Λεβ Γιασίν, εκείνου του Σοβιετικού που τον φωνάζανε “χταπόδι μαύρο”, τόσο τρανός και σπουδαίος ήτανε στην εποχή του.

Και να σου ο Μάνταλος, αυτό το ομορφόπαιδο, αυτός ο Ρίτσαρντ Μπάρτον του ελληνικού ποδοσφαίρου, που μέσα στου προσώπου τις αυλακιές φωλιάζουν τα βάσανα του κάθε ΑΕΚτζή, οι πόθοι και οι ελπίδες του, νάτονα που πετάει σαν το αητόπουλο και με μια κεφαλιά αλάθητη, σάματις να οδηγούσε την μπάλα με το χέρι του ο άγιος ο Λουκάς ο Μπάρλος από κει ψηλά, την στέλνει στα δίχτυα και το δάκρυ αρχίζει να κυλάει καυτό στο ροδομάγουλο.

“Φόρτσα ΑΕΚΑΡΑ ΟΕ ΟΕ”, φώναζα κι εγώ σαν πιτσιρικάκι, σαν τότες που πηγαίναμε στης Φιλαδέλφειας τα μέρη μαζί με τον Γιώργο τον Πάντζα και πότε μου’κανε εκείνος σκαμνάκι να ανεβαίνω στον μαντρότοιχο του Γκούμας και να κάνω χάζι την ομάδα, πότε τον σήκωνα εγώ στις πλάτες μου, να δει και να χαρεί, γιατί που να βρεθεί μισή δεκάρα να μπούμε μέσα στο γήπεδο… να μπούμε και να δούμε της ζωής τα θάματα στα πόδια του γίγαντα, του τεράστιου του Κώστα του Νεστορίδη.

Και ο Χρηστάκης ο Αραβίδης, σαν θεριό ανήμερο και λαβωμένο, με δυο δόντια βγάλμενα, σάματις να’ τανε χρυσά και να του τα’ βγαλε εκείνος ο δοσατζής ο Γιώργης ο Βελής, ο τοκογλύφος από την Καισαριανή, εκείνος που λέγανε ότι στα μικράτα του άνοιγε τα μνήματα με το μυστρί και με μια τανάλια σκουριασμένη παλιακιά, ξαλάφρωνε τους πεθαμένους από δόντια και ακριβά στολίδια, από βέρες αχρείαστες για το μακρύ ταξίδι που κινούσαν, σαν δίκαιος ρήγας και αφέντης του κάτω κόσμου.

Λαλεί πουλί παίρνει σπυρί και η μάνα το ζηλεύει, και ο Τζιμπούρ χοντρός πολύ τον κώλο σου γυρεύει… Ρομπέρτο αγόρι μου, στολίδι του ελληνικού πρωταθλήματος, συγγνώμη που σου μιλάω έτσι, λεβέντη μου εσύ, κατάλαβε με, πονάω… πονάω πολύ σαν ΑΕΚτζής και σαν ΠΑΣΟΚ.

Και βλέπω ξαφνικά αυτόν τον καριο@#%, αυτόν τον γαμημ@#$%, αυτόν τον παλιόπουστ#$%% τον Σάββα τον Θεοδωρίδη, που τον είχα για χρόνια πεθαμένο, όχι μόνο να μην έχει πεθάνει ο καψερός, μα και να γκρινιάζει κιόλα στον τρίτο διαιτητή… Και κατεβαίνω τρεχάλα ένα ένα τα άγια πετρόχτιστα σκαλοπάτια του ΟΑΚΑ, πετώντας σαν το 15χρονο πιτσιρικάκι με κοντά παντελονάκια, σαν τότες που παίζαμε μήλα και αμπάριζα στις γειτονιές και μας μαλώνανε οι κυράδες γιατί ρημάζαμε τις γλάστρες με την μπάλα και το σούσουρο και τον επιάνω από το πέτο το κασμιρένιο και τον ρωτάω “τι τρέχει Σάββα; Τι μονολογάς πάλι; Φεύγα μη γίνει χαλασμός” και εκείνος με κοιτάει και φτύνει χάμου γεμάτος σιχασιά, ισιώνει την ρεπούμπλικα και φεύγει αμίλητος και σκυφτοπερπατώντας.

Αγορίνες μου εσείς… Καυλιάρηδες… Συγχαρητήρια για το κύπελλο, συγχαρητήρια παλικάρια μου που αναστενάξαν τα γκολπόστ, που τα δοκάρια σπάσαν αλλά από τον Μαζουακού, όχι καυλιάρηδες μου από σας, όχι από σας αγορίνες μου, παιχταράδες μου…

Στον γυρισμό σταματώ στα Φιλαδέλφεια, κουβάρι με τον κόσμο, και το γλυκό κρασί της νοσταλγίας να ζητά να με σεργιανίσει στα παλιά, σε στιγμές μεγάλες και αλησμόνητες, όπως το διπλό στην Ντέρμπι Κάουντι το ‘76, όπως το κύπελλο του ’83, όπως το ’85 που βγήκε για δεύτερη φορά ο Ανδρέας και ο σοσιαλισμός γίνηκε πια πέτρα στιβαρή και στέριωσε για τα καλά σ’ αυτό το πλακόστρωτο καλντερίμι που λέγεται Ελλάδα, σ’ αυτόν τον έρημο και σπαραγμένο τόπο.

Συγχαρητήρια και πάλι αητόπουλα, συγχαρητήρια αυγερινοί μου και του χρόνου με ένα τρόπαιο πιο βαρύ και τιμημένο, με ένα τρόπαιο ασήκωτο, σαν το δεξί παπούτσι του θεού, του Θωμά του Μαύρου… Το μόνο τρόπαιο που αξίζει σ’ αυτήν την ομάδα της προσφυγιάς, του ξεριζωμού και του Μιχάλη του Τροχανά… Το πρωτάθλημα.