“Απογεματάκι στο σινεμά, χάντρες κεχριμπάρι και ηλιόσπορος για να δω έργο ελληνικό, δροσιστικό σα νερό κρουσταλλένιο απ’ το μαγγανοπήγαδο κάποιού χωριού της αρβανιτιάς, όλο σπίτια δίπατα και ασβεστωμένα. 

“Αστακό” τη λέγανε την ταινία και μου θύμισε εκείνον τον σπουδαίο, εκείνον τον γίγαντα, τον Σταμάτη τον Κόκκοτα, που τον κατέβαζε ο Ωνάσης με την κούρσα κάτω στην Πειραϊκή, στα βράχια, πέρα εκεί στον όρμο του Μπαϊκούτσι, να φάει ψάρι να στομώσει και εκείνος του ’λεγε “φχαριστώ κυρ Αρίστο, εγώ μισή γαρίδα και μια μπουκιά κολιό θέλω και φούσκωσα”.

Αλλά εκείνος ανοιχτοχέρης και κιμπάρης, έκανε παραγγελιά τρεις αστακούς αλανιάρηδες, έναν για τον ίδιον και δύο για τον Σταμάτη και του ’λεγε “τον έναν φάτον εδώ, τον άλλον πήγαινέ τον στην μάνα σου την κυρά Γιαννούλα να στον κάνει με τραχανά να αναλάβεις λίγο, που μου’σαι σαν τον Γιάννη τον Ρουμπόλα, τότε που έφτασε στην Αμερική και είχε δυο μήνες να φάει και απάνω στο καράβι μασούλαγε το πριονίδι να ξεγελάσει την κοιλιά του που γουργούραγε. Και μετά, ταψιά και πιάτα στην Αστόρια, χαράκωσε τις απαλάμες του να ξενοπλένει, μέχρι που τον λυπήθηκε το αφεντικό του, ένας Αρμένης ταβερνιάρης, γλυκομίλητος και θεοφοβούμενος και τον επάντρεψε με το στερνογέννητο κορίτσι του, τον έκανε νοικοκύρη και έτσι ρίζωσε στα ξένα χώματα, κάτω στο ντάουν τάουν της Νιου Γιορκ”.

Άναβε τα σιγαρέτα του ο Ωνάσης με δολάρια αντίς για σπαρματσέτα και έκανε χάζι τα παπόρια που περνούσαν, όσο να χορτάσει ο Σταμάτης που’τρωγε μέχρι και το κανναβούρι απ’ τα κλουβιά, τέτοια η πείνα και η φτώχια του όταν πρωτοξεκίναγε στο τραγούδι.

Παίρνει μπρος η μπομπίνα, αρχινάει το έργο και γαληνεύει το μέσα μου, σάματις να με μεθάει η μυρωδιά του λεμονανθού που πλαντάζει τον αγέρα, σάματις να βλέπω τον Ντανιέλο τον Μπατίστα να βάζει γκολ σε εκείνον τον γαμημ@#$@, σε εκείνον τον ξεκωλι@#$, τον καργ@#% τον Ολυμπιακό.

Πρωτύτερα βρήκα στην καρέκλα το φυλλάδιο που εξήγαγε την υπόθεση του “Αστακού”. Χωρίζεις έλεγε και αν δεν βρεις καινούργια γυναίκα και απομείνεις μοναχός σου μες στη ζωή, σε μεταμορφώνουν σε ζώο, σε θεριό.

Παράξενα πράγματα ετούτα, δεν τα βάζει ο νους του ανθρώπου. Τον θείο μου το Ανεστάκι που πέθανε το ’64 μαγκούφης, σε ένα καλύβι κάτω στα σιδεράδικα, ξεχασμένος από Θεό και αθρώπους, κανείς δεν τον ρώτηξε αν ήθελε να γενεί κάποιο ζώο όταν έμεινε μοναχός του. Και έτσι ο έρμος, όταν μια όμορφη γανωματού απ’ την Κοκκινιά διάλεξε τον Κώστα τον Μητρούση για γαμπρό τον πραματευτή, γιατί είχε ροδοκόκκινο το μάγουλο και την τσέπη γιομάτη καλούδια, ετούτος το’ριξε στο κρασί. Και πότε έπαιρνε το σακάκι του στον ώμο και τριγύρναγε στο παλιολίμανο και πότε έπαιζε το ζάρι καρτερώντας τα ντόρτια της παρηγοριάς. Μέχρι που του μίλησε ένα βράδυ στα ονειράτα του ο άγιος και του’ πε “Ανέστο, τι κάθεσαι και χολοσκάς για την κοκκόνα την χιλιοφιλημένη; Έλα σε μένα” και το ριξε στην καλογερική και τα θυμιάματα. Και κλείστηκε στο μοναστήρι 12 χρόνια να ξεχάσει και όταν βγήκε, δυο χρόνους ακόμη έζησε και έφυγε ο καημένος απ’ το μαράζι, όχι για την γανωματού, μα για τον Θεό που δεν κατέβαινε να τον ιδεί λιγάκι, να τον ρωτήξει για τα άδικα αυτού του κόσμου, για τους πολέμους, για τους φτωχούς και για τα κλεμμένα πρωταθλήματα της παοκάρας όπως την έλεγε, μουσκεύοντας το μάγουλο με δάκρυ αρμυρωμένο και αντρίκιο.

Αστραπή οι έγνοιες, βροντούσαν το κορφοκέφαλο μου, η ταινία προχωρούσε μπροστά, μα ο νους μου, τραχύς και γοργοπόδαρος χάνουνταν στα περασμένα.

Ο Κόλιν ο Φάρελ, αυτός ο ομορφάνδρας, αυτός ο αητός από την Ιρλανδία που μου θύμιζε τον άλλον, τον σπουδαίο Ιρλανδό, τον γίγαντα, τον Τζορτζ τον Μπεστ, που όσο κυνηγούσε την μπάλα, άλλο τόσο κυνηγούσε το φουστάνι και το ούζο. Και η Ρέιτσελ η Βάις, με το μάγουλο το φωτολουσμένο και τα φρύδια που σαν μενεξεδένια στεφάνια έζωναν τα μάτια της σαν σε θωρούσε, με πλάνεψε με τη μελαχρινή ομορφάδα της.

Τι ταινία ήταν αυτή ρε παιδιά, πόσο όμορφα τα’χαν όλα καμωμένα; Δεν ξέρω τι με κράτησε μετά και δεν κατηφόρησα για την υπόγα του Γιαννάκη του Πουλόπουλου, να του σκαρώσω εκεί στο πόδι δύο αράδες, να πιούμε τσίπουρο και ρετσίνα απ’ το βαρέλι, όπως είχα κάνει τότε με εκείνο το άγαλμα που με είδε και με θυμήθηκε και έτρεξα και του ’γραψα εκείνο το παλιοτράγουδο, εκείνο το βαγγέλιο του λαϊκού μας τραγουδιού, όπως  το’ λεγε ο Πάνος ο Γεραμάνης ο σχωρεμένος, όποτε με συναντούσε στο παλιό ρολογάδικο πίσω από την Αθηνάς.

“Λεφθέρη, μου’ λεγε, μόνο δυο άνθρωποι γράψατε τόσο σπουδαίο στίχο: εσύ και ο Γιώργος ο Σεφέρης… Αλλά αυτός ήταν δεξιός” μου έλεγε και μου χτυπούσε όλο νόημα την πλάτη αδερφικά.

Ο Γιώργος ο Λάνθιμος, σαν τον σχωρεμένο τον Αγγελόπουλο και αυτός, σεργιανάει την Ελλάδα μας στα πέρατα του κόσμου, να μάθει ο ντουνιάς την γλύκα, την ομορφάδα της, μα και το αγκάθι και τη στουρναρόπετρα που προσμένουν τον εχθρό τον ξενομερίτη…

Αγόρι μου, λεβέντη μου, μεγαλωμένε μέσα στο ΠΑΣΟΚ και στα χρόνια του σοσιαλισμού, τότε που μύριζε αγιόκλιμα και δικαιοσύνη τούτος εδώ ο ρημαδότοπος, εσύ γνωρίζεις καλά πώς να μας κάνεις υπερήφανους… Σε ευχαριστούμε Γιώργο μου, σε ευχαριστούμε ψηλό κυπαρισσόπουλο, χλωμό παλικαράκι μου”.