“Αποβραδίς στο Μωλ, θέση παλικαρίσια και σταυροπόδι αντρίκιο για να δω τον σπουδαίο τον Λεονάρντο τον ΝτιΚάπριο στη νέα του ταινία, που τόσα έχω ακούσει από τον Γιώργο τον Νταλάρα και τον Χρηστάκη τον Νικολόπουλο, φίλους καλούς και αγαπημένους.
Τα αγόρια κι αυτά παρατούν την τόμπολα και την αμπάριζα και στριμώχνονται στου Μωλ τα απόμερα σκοτάδια να δούνε το “Ρέβεναντ”, να αδειάσει το μυαλό τους απ’ του σχολειού τα διαβάσματα και τη βέργα του δασκάλου.
Ανοίγω το δισάκι μου, ελιά και ντομάτα περιβολίσια και η πιτσιρικαρία γύρω μου με τα κοντά τα παντελονάκια της να μου τρυπάει το κεφάλι με τις φωνές και τα παλιοκινητά της.
Πώς πάτε βρε παιδιά σ’ αυτούς τους σινεμάδες; Τι ζηλέψατε τάχα μου από τα ντόλμπι τα σαράουντ και τα στενά και ανήλιαγα καθίσματα; Πώς έκανα αυτό το σφάλμα και παράτησα το σινεμαδάκι του Νταλούμη, εκεί που το φτωχομάνι αναστενάζει και τη σιγαλιά σπάει μόνο το χασμουρητό του εργάτη, αποκαμωμένου απ’ του γιαπιού τη σκαλωσιά;
“Τι δουλειά έχουμε εμείς εδώ”, λέω στον Μίμη τον Δομάζο που κάθεται μπροστά μου με την εγγόνα του… “Εμείς που ζήσαμε Γουέμπλεϊ και Τσιτσάνη στις Τζιτζιφιές και στην ταβέρνα του Τζίμη του Χοντρού, τότε που αδερφωμένοι αεκτζήδες, παναθηναϊκοί και ολυμπιακοί μοιραζόμασταν πασατέμπο και τίμιο μαντολάτο στα φρεσκοβαμμένα σκαλάκια της Λεωφόρου με μόνη έγνοια να νικήσουμε τον Ερυθρό Αστέρα, και μετά τον σπουδαίο Άγιαξ του γίγαντα του Γιόχαν του Κρόιφ, που ήταν φτυστός ο ΝτιΚάπριο στα μικράτα του, ο Ιπτάμενος Ολλανδός, όπως ιπτάμενος ήταν και ο ΝτιΚάπριο στο “Αβιέητορ”, που έχασε το όσκαρ και σκάρωσα τότε για χάρη του εκείνο το στιχάκι που ’λεγε:
Πού να’βρω ένα ζεϊμπέκικο
γι’ ανάρριχτα σακάκια
εγώ νταής στις βόλτες μου
κι εσύ στα παλαμάκια”.
Δάκρυσε ο Μίμης, σαν τα θυμήθηκε, μου λέει “Λεφθέρη, κάνε ησυχία, αρχινάει η ταινία”. Σκοτεινιασμένο βλέμμα σοβαρό, θλιμμένο σούρουπο η καρδιά, τα λόγια του μαχαίρι… “Άντε γαμ@#$ ρε μουν@#$% βάζελε που θα μου πεις ότι σε ενοχλώ κιόλα, παλιοπου@#$” του λέω και γυρνάει μπροστά του ο δόλιος, στενάχωρος και πικραμένος.
Και να σου ο Λεονάρντο ο ΝτιΚάπριο στο πανί, με μούσια, σάμπως να σεργιανάει με το ποδήλατο στο Σύνταγμα για ποδόγυρο και σορολόπ, μονάχος του να ξεπαγιάζει πάνω στα απάτητα κορφοβούνια, ένας άγιος λήσταρχος, ένας Νταβέλης, ένας Φώτης Γιαγκούλας του καιρού μας.
Μα σαν να μεγάλωσε κι ο Λεονάρντο. “Πετάει ο χρόνος ο γοργοπόδαρος”, μου’χε πει κάποτε ο δάσκαλος, ο σπουδαίος, ο γίγας του ελληνικού τραγουδιού, ο Νίκος ο Γκάτσος και “αλίμονο σε όποιον τον λησμονάει και δεν τον λογαριάζει”.
Σαν χθες τον θυμάμαι τον ΝτιΚάπριο να μπαρκάρει με εκείνο το παπόρι τον Τιτανικό για τον πικρό ξενιτεμό, να τρίζουνε οι λαμαρίνες στη φουσκοθαλασσιά, γιατί το μαστόρι στο καρνάγιο δεν κάρφωσε σωστά την πρόκα, το μυαλό του στριφογύρναγε σε μια παιδούλα 17 χρονώ και στων ματιών της τα μαυράδια.
Και οι δόλιοι έπεσαν πάνω σε τραμουντάνα, φούσκωσε η θάλασσα και πάει το σαπιοκάραβο, κάθε σανίδα και πνιγμένος, κάθε σωσίβιο και δάκρυ… Στο νερό κι ο ΝτιΚάπριο, να προσεύχεται στον Άη Νικόλα και στην Αγιά Θαλασσινή να φυλάνε την κυρά του. Και μπόλιαζε τα πλεμόνια του το θαλασσόνερο και πνίγηκε το παλικάρι και η μαύρη θάλασσα γίνηκε το σπιτικό του και εκείνη το’φερε η μοίρα να ζήσει, σωστό δελφινοκόριτσο, γοργόνα λυγερή.
Πικρή η μοίρα, δεν ξέρει ο κάθε άνθρωπος τι του’ χει η ζωή γραμμένο. Έτσι και μια αρκούδα, μεγάλη καφετιά, του ορμάει και τον γδέρνει και τον πετάει στα χώματα κι απάνω στα ξεροχόρταρα.
Μου θύμισε τον μικράδερφο της μάνας μου της σχωρεμένης, τον Παναγή, που τριγύρναγε στη Σμύρνη και στο Αϊβαλί πριν τον χαλασμό του ‘22 με μιαν αρκούδα και τον κακολογούσανε πως τάχα την εβάτευε… Μα εκεί αυτός, να παίζει το ντέφι της αρκούδας και να της τραβά τον χαλκά μέχρι η μύτη να ματώσει.
Ώσπου να μπουν οι Τούρκοι στην πόλη και εκείνος να βουτήξει να προλάβει το τρεχαντήρι του Γιακουμή, σκαρί γερό, χρόνια δοκιμασμένο, αλλά την αρκούδα δεν τη θέλανε γιατί τρόμαζε τη Σωτήρα τη λεχώνα που μόλις είχε γεννήσει δίδυμα και είχε στρογγυλοκαθίσει στην πλώρη και τα βύζαινε.
Και έτσι την παρατήσανε στο μουράγιο και όπως καιγότανε η Σμύρνη, έτσι κάηκε και αυτή η έρημη η αρκούδα και την κοίταζε από την πλώρη ο Παναγής και έριχνε πικρό το δάκρυ, καραβίσιο.
Και αργότερα σε ένα χαμόσπιτο προσφυγικό, που περόνιαζε το κρύο και η βροχή χτύπαγε στον τσίγκο σαν αλαφρόπετρα, να δουλεύει ασπριτζής και πότε πότε να θυμάται την αρκούδα και να πνίγει τον καημό του στο πιοτί και στον τεκέ του Καπλάνη, πλάι σε μπαγλαμάδες, χασικλήδες και τον Μάρκο που έπαιζε στο τρίχορδο της ζωής του τα ντουμάνια.
Μα ξάφνου σταματάει ο σινεμάς για βλάβη και ανάβουν τα φώτα και αρχινάνε τα μικρά τσούκου τσούκου με τα κινητά να μην ησυχάζουν με τίποτα. “Μικρέ μου φίλε”, λέω σε ένα ξανθό και μελιστάλαχτο αγόρι, “εσύ που έχεις τα μαλλιά σου τα σταχιά ριγμένα στον ώμο σαν χελιδονάκι, σαν ένας Χριστός της γειτονιάς, ηρέμησε να μη σου γαμ@#@$ καμιά μανούλα βραδιάτικα”.
Ξαναπαίρνει μπρος η μπομπίνα, μα τι τα θες, έχω ήδη φύγει. Τι δουλειά έχω εγώ σ’ αυτό το καρναβάλι; Δεν είναι για μας αυτά τα μεγαλεία, εμείς θέλουμε τα δικά μας, τα παλιά, τότε που με τρεις δεκάρες, έβλεπες το έργο και έτρωγες παστέλι σιμιγδαλένιο, δίπλα σε φτωχόπαιδα με ξεφτισμένες σόλες και τρύπια πανταλόνια.
Κοιτάζω το παλιορολόι, η ώρα περασμένες 12, σαν να γουργουρίζει το στομάχι και να ζητά κι αυτό τη ζεστασιά του. Σταματώ για πατσά στο μαγεριό του Θανάση στον Προμπονά, κερνάει μπύρα αφρισμένη και γλυκιά κουβέντα. “Δεν αλλάζουμε εμείς, Θανάση”, του λέω. “Όπως τα βρήκαμε, έτσι θα τα αφήσουμε και για τους επόμενους”. Σαν κάτι να ψιθύρισε”.