“Έξω απ’ το σινεμαδάκι του Νταλούμη, απόβραδο μες τη μαγική τη σιγαλιά, βλέπω σε μιαν αφίσα ένα πρόσωπο γνώριμο, σκαμμένο απ’ τα βάσανα και τις λαβωματιές του Ντράγκο, αυτού του σοβιετικού θεριού, σαν κάτι να μου γνέφει.

Σιμώνω το κοριτσόπουλο που φίλευε γκαζόζα και χαμόγελο τον κόσμο και μου εξηγεί, έτσι όμορφη σαν περιστεράκι, ότι στην αφίσα κοίταζα το νέο Ρόκυ.

Σαστίζω αμέσως.

Ψαχουλεύω την τσέπη να βγάλω δυο δεκάρες για το εισιτήριο, μα σαν την ρωτώ “τι ώρα θα βάλουν μπρος την μπομπίνα”, μου απαντά γελώντας “πού τρέχει ο λογισμός σου κυρ Λεφθέρη; Δεν βλέπεις το “ΠΡΟΣΕΧΩΣ”; Την άλλη βδομάδα θα το φέρουμε”.

Σκύβω το κεφάλι, μια σταλιά ξαφνικά ο κόσμος, σάματις να’ τανε Μεγάλη Παρασκευή και να χτυπούσαν πένθιμα τα σήμαντρα.

Χαιρετώ με νεύμα αντρίκιο, δυο χτύπους από το κομπολόι και ένα “αντε γαμ#$% μωρή ξεκωλ@#$ που θα μου πεις εμένα πότε θα δω το Ρόκυ, μη σου γαμ@#$% τίποτα” κι ανοίγω βιαστικά το βήμα για το τσαρδί μου.

Ψωμί ζυμωτό, τίμια φακή και δυο σαρδέλες αρμυρωμένες να περιμένουν στο τραπέζι και το κρασοπότηρο στο πλάι, γιομάτο από μοσχοφίλερο και απ’ της ζωής τα δύσκολα.

Μα ο νους μου εμένα γύρναγε μετανιωμένος στο κορίτσι. “Γλυκοφίλα με” της έλεγα στη σκέψη μου σαν μαθητούδι, “γλυκοφίλα με να γειάνει η μαχαιριά που μου’ δωσες. Και αν ανταλλάξαμε λόγια βαριά, δέξου τη συγγνώμη μου και το αναφιλητό μου”.

Και πώς θα το δω τώρα εγώ το καινούργιο το Ρόκυ, συλλογιόμουν; Ποιος περιμένει μία βδομάδα;

Φωνές και γέλια μες στο σπίτι, παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες και αστυνόμους και η γυναίκα να προσέχει τα ασημικά μην τα τσακίσουν ο εγγονός με τα άλλα τα γειτονόπουλα.

Μα σαν κάτι να’ ξερε το εγγόνι για της ψυχής μου το σαράκι και ήρθε και μου’ πε από μοναχό του:

“Μη στεναχωριέσαι παππού, θα στο κατεβάσω εγώ το νέο Ρόκυ απ’ το ίντερνετ και θα το δούμε παρέα στο κομπιούτερ”.

Ησυχία και βαθύ σκοτάδι στο δωμάτιο του μικρού, σαν ξωκκλήσι ερημωμένο που περιμένει τους καλογέρους να το λειτουργήσουν και ανάμεσα στις εικόνες και στο Ευαγγέλιο, στριμώχνεται η σαστιμάρα του κόσμου όλου.

Όπως τότε στην Κατοχή που άλλαζε ο πατέρας μου, ο κυρ Ανέστης ο αγωγιάτης, τη βελόνα στο ράδιο να ακούσουμε κρυφά Μπι Μπι Σι και απ’ έξω απ’ την πόρτα ηχούσε η βαριά περπατησιά των Γερμανών και λέγαμε στην αδερφή μου, τη Λενιώ “ησύχασε, κορίτσι μου, ησύχασε χελιδονάκι μου και μην τρέμεις, για θα μας ακούσουν”.

Το κομπιούτερ παίρνει μπρος, χρώματα φωτίζουν στον τοίχο τους σοβάδες και ο Σιλβέστερ ο Σταλόνε, αυτός ο γίγας του παγκόσμιου κινηματογράφου, αυτός ο Νεστορίδης του μποξ, ξεπρόβαλλε να μας καλωσορίσει.

Θυμήθηκα τότε, στο “Ρόκυ το 4” όταν ο Χάρος έβαλε σημάδι τον Απόλλωνα τον Κριντ, πως έκανα το δάκρυ γιασεμί και σκάρωσα για χάρη του, σαν πέθανε, εκείνο το στιχάκι που’ λεγε:

Βάρα γερά το καμουτσί
τον χάρο να προφτάσω
να του φιλήσω τ’ άρβυλα
να τόνε καλοπιάσω.

Να του πληρώσω όσα πει
να ζήσει ο φίλος μου…

Αλλά τι τα θες, το κακό είχε ήδη γίνει. Δεν πρόφτασε ο Ρόκυ ο Μπαλμπόα τον Χάρο και ο φίλος του, τ’ αδέρφι του, έφυγε για να ανταμώσει τους άλλους μεγάλους… τον Μάνο, την Μελίνα, την Αλίκη, τον Μένιο τον Κουτσόγιωργα…

Και να που τώρα ο γιος του, σωστός σταυραετός, γυρεύει εκδίκηση και τον προπονεί ο φίλος του πατέρα του, ο ίδιος ο Ρόκυ, τσακισμένος κι αυτός απ’ της ζωής το ρημαδιό.

“Λεφθέρη”, μου’χε πει ένα απομεσήμερο ο σχωρεμένος ο Αλέκος ο Πατσιφάς σε ένα τόσο δα μπακαλικάκι στην Πραξιτέλους “μάθε πως στης ζωής το σεργιάνι, νικητής είναι αυτός που ξέρει πότε να χτυπήσει, αλλά και πότε να καρτερά”.

Μπουνιά και μοιρολόι σκόρπαγε ο γιος του Κριντ… Μου θύμισε τον Στέλιο τον Μανωλά όταν είχε πιάσει απ’ τον γιακά αυτόν τον κακομοίρη τον μισερό τον Νινιάδη και τον είχε σούρει σα πεθαμένο στα άγια χώματα της Φιλαδέλφειας.

Τελειώνει η ταινία, δάκρυα στα μάτια και ο μπόμπιρας να απορεί.

“Λεφθεράκη” του λέω, “τράβα εσύ έξω στα σοκάκια να κυνηγήσεις με τη σφεντόνα σπουργίτια και κοτσύφια και μη σε νοιάζει για μένα”.

Εκείνο το βράδυ, με επισκέφθηκε ο Ρόκυ στα ονειράτα μου, το καμάρι μίας άλλης Φιλαδέλφειας, μακρινής μα και τόσο κοντινής. “Μη φοβάσαι Λεφθέρη”, μου είπε γεμάτος καημό «θα την χτίσουμε την Αγιά Σοφιά. Θα την χτίσουμε, όσο κι αν δεν το θέλουν κάποιοι”.