“Κυριακή απομεσήμερο, πίσω απ’ τα ασβεστωμένα σκαλοπάτια του Άη Διονύση στην παλιά την γειτονιά, εκεί που ματώναμε τα γόνατα στην αμπάριζα, στάθηκα για να πιω λίγη ζεστή ρακή με όσους φίλους δεν χαθήκανε στης ζωής τη στράτα.

Τάβλι, χορατά για ομάδες και γέλια απ’ της κυρά-Μαρίας το πλυσταριό, ξύπνησαν τον Παντελή τον κακόμοιρο απ’ το απέναντι καλύβι, που μίαν Κυριακή περίμενε κι αυτός να ξεκουραστεί απ’ το καρνάγιο. Αγριεμένος, βρόντηξε το παντζούρι και εμείς, ντροπιασμένοι σαν κοριτσόπουλα, χαμηλώσαμε το βλέμμα και κόψαμε την φασαρία και τα πολλά πολλά.

Παλιός γραφιάς, έσκυψα μέσα σε κάτι παλιές εφημερίδες, άφησα το μελάνι της σελίδας να ποτίσει τα δάχτυλά και αυτά ευωδίαζαν σάματις να καθάριζα φλούδες μανταρίνι.

Και τότε βλέπω τα χαρμόσυνα: ο Χριστόφορος ο Παπακαλιάτης έβγαλε λέει καινούργιο έργο.

Σκαλίζω δυο αράδες στο κινητό και στέλνω μήνυμα στον Δήμο τον Μούτση που είχε ξετρελαθεί με το “Αν”. “Πάμε ρε Δήμο”, του λέω, “να το δούμε”; “Δεν μ’ αφήνει η κυρά”, μου κάνει. “Μεθαύριο είναι τα αρραβωνιάσματα της μεγάλης κόρης και έχουμε ετοιμασίες”. “Να σου ζήσουνε τα παιδιά” του απαντάω και αφήνω αυτό το μαραφέτι στην άκρη του τραπεζιού, δίπλα στην ελιά και την λακέρδα.

Πίνω το στερνό ποτήρι, χαιρετάω τους παλιόφιλους και φεύγω καρφί για το σπίτι.

 “Πάρε αυτά να ράψεις κανά φουστανάκι”, λέω στη γυναίκα, “βάλε και δυο κορδέλες στα μαλλιά, το βράδυ θα σε πάω σινεμά”.

Σίμωσε η νύχτα και κινήσαμε για το σινεμαδάκι του Γιάννη του Χαρούπη, πέρα σε μια παλιά ρεματιά του Ποδονίφτη, που στεκότανε κόντρα στα χαλάσματα του καιρού. “Γιατί δεν το πουλάς ρε Γιάννη, να ξεκουραστείς κι εσύ λιγάκι”, τον είχα ρωτήσει κάποτε. “Κάλλιο Λεφθέρη να με πουλήσουνε σκλάβο στην Μπαρμπαριά, παρά να το δω τσιμέντο” μου είχε πει περήφανα.

Είχαμε να δούμε τόσο κόσμο στου Χαρούπη από όταν ο Τζόνι Βαϊσμίλερ, αντάμα με εκείνη την μαύρη απ’ τις στεναχώριες και τα βάσανα μαϊμού, πηδούσε από δέντρο σε δέντρο. Πηγαίναμε κι εμείς μετά, παιδιά με κοντά παντελονάκια, θυμάμαι, να κάνουμε τον Ταρζάν στα ασβεστωμένα παρτέρια, με τη μάνα να μας δίνει ξυλίκι και ένα λουκούμι μετά για να μας γλυκάνει τα κλάματα.

Σβήνουν τα φώτα, παίρνει μπρος η μπομπίνα και δειλά δειλά τα χέρια των αγοριών ψηλαφίζουν το χέρι της πρώτης αγάπης τους στα σκοτεινά. Ο δόλιος ο μπροστινός μου κάνει νόημα να σταματήσω το κομπολόι. Του ρίχνω μία Παναγία και ησυχάζει και αυτός ο έρημος.

Νέο παλικάρι ο Χριστόφορος, σαν τα κρύα τα νερά, θυμίζει τον γίγαντα του παλιού κινηματογράφου, τον Άλκη τον Γιαννακά στα μικράτα του. Τότε που πουλούσε έρωτα στις πλούσιες κυρίες της Φωκίωνος Νέγρη και για μια τρύπια δεκάρα σπίτωνε τα κορίτσια του κοσμάκη.

Νάτη και η Άντρεα Όζβαλντ. Ξανθό κορίτσι, μελιστάλαχτο, ένας άγγελος από τα ξένα, φτυστή η Άνναμπελ από τα “Κορίτσια στον Ήλιο” με τον Γιάννη τον Βόγλη που την κυνηγούσε για να της δώσει μισή οκά μύγδαλα και κείνη η κακομοίρα, τρομαγμένη απ’ τα αγριεμένα γένια του τσοπάνη, να τρέχει σαν αλαφιασμένη στις ερημιές και στα ξεροχόρταρα.

Σωστός μαέστρος ο Χριστόφορος, ένας σύγχρονος Τζαβέλλας, στήνει τρεις διαφορετικές ιστορίες και τις μπλέκει αριστοτεχνικά ως το φινάλε. Η “Κάλπικη Λύρα” του καιρού μας είναι το “Ένας Άλλος Κόσμος” και μάρτυς μου ο Θεός.

Στην έξοδο στο σινεμά, με συγκίνηση είδα τον Χρηστάκη τον Αρδίζογλου, τον μεγάλο κυνηγό της ΑΕΚ, δακρυσμένο απ’ την ταινία. “Ένα θα σου πω, μου λέει, Λευθέρη”. “Μόνο ο Μπάρλος και το ΠΑΣΟΚ αγάπησαν την Ελλάδα περισσότερο απ’ τον Χριστόφορο”. Αποχαιρετηθήκαμε και τον χάζεψα να ξεμακραίνει, όπως τότε στα άγια χώματα της Φιλαδέλφειας, όταν σε ένα ματς με την Καστοριά είχε φύγει πετώντας σαν πουλί ταξιδιάρικο και τον χάζευα να ξελογιάζει την μπάλα, πριν την καρφώσει στα αντίπαλα δίχτυα σαν σαΐτα.

Μυρωδιές δειλινού, αγκαζέ τη γυναίκα και κατήφορο για το τσαρδί μας. Το φεγγάρι πάνω παιχνίδιζε ανέμελο. Μία ακρίδα έσπαγε τη σιγαλιά. Φιλάω την γυναίκα μου στο δροσερό της μάγουλο και χαϊδεύω το χαρακωμένο απ’ τον χρόνο μέτωπό της. “Θα τα καταφέρουμε, κυρά Δέσποινα” της λέω. “Θα δεις. Θα τα καταφέρουμε”.

 

*Το κείμενο αυτό γράφτηκε από εμάς για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο με πολλή αγάπη κι εκτίμηση.