Ο Φίλιππος Πλιάτσικας έβγαλε βιβλίο και αυτά είναι υπέροχα νέα, αλλά όχι γι’ αυτούς που θα το διαβάσουν. Αυτοί θα περάσουν δύσκολα.
Τα νέα είναι υπέροχα για όλους τους υπόλοιπους που βρήκαμε τι δώρο να κάνουμε τα Χριστούγεννα σε όποιον μας έχει φάει την ψυχή τόσα χρόνια με τα τρία ακόρντα που ξέρει όλα κι όλα στην κιθάρα του, ντράγκα ντρούγκα, μας έχει φάει την ψυχή με τις αηδίες του.
Το μυθιστόρημα με τον αινιγματικό τίτλο “Το Όνομα” είναι η πρώτη συγγραφική προσπάθεια του Φίλιππου Πλιάτσικα, κατά την οποία δυστυχώς διατηρεί και το ιδιαίτερο προσωπικό του ύφος.
Επειδή όμως εμείς εδώ αγαπάμε όλα τα βιβλία, όχι μόνο τα καλά, εξασφαλίσαμε μία προδημοσίευση του βιβλίου, την πρώτη σελίδα του και τη δίνουμε βορά στο αναγνωστικό κοινό.
Καλή όρεξη.
“Ο καφές της είχε αρπάξει άσχημο κρύωμα, τον άκουγε που φτερνιζόταν. Το ράδιο το είχε κλείσει εδώ και μέρες. Ο Φίλιππος κυλιόταν πάνω στις καλημέρες του μονού της κρεβατιού και την θυμόταν…
Ο αέρας μύριζε γαλάζιο. Η υγρασία είχε τον ήχο του τίποτα. Οι πλούσιοι επαρχιώτες μηχανόβιοι δεν τον άφηναν να κοιμηθεί, κρεμούσαν τα γέλια τους από το μπαλκόνι του σαν να ήξεραν… Σαν να ήξεραν ότι εκείνη είχε φύγει.
Δεν του κολλούσε ύπνος. Είχε συνηθίσει να κοιμάται στην αγκαλιά της. Άσε που ήταν μόλις 20:00. «Ποιος κοιμάται απ’ τις 20:00, διάολε;», είπε και χτύπησε το χέρι του στον τοίχο.
Άνοιξε την τηλεόραση για να σταματήσει λίγο να τη σκέφτεται. Έπαιξε με τα κανάλια, σταμάτησε σε έναν τοπικό σταθμό που έδειχνε κάτι χρυσόψαρα να βολοδέρνουν. Ένιωσε ότι η πραγματικότητα τον ειρωνευόταν. Άρχισε ξανά το μελαγχολικό και βαρύθυμο ζάπινγκ του. Ένα ζάπινγκ που έλεγε τα πάντα και ταυτόχρονα τίποτα…
Σταμάτησε σε μια διαφήμιση για σαμπουάν. Μελαγχόλησε. «Λούσιμο, παλιέ μου φίλε», άκουσε τον εαυτό του να ψιθυρίζει.
Έπιασε την κιθάρα του, έσβησε κάθε ίχνος χαράς απ’ το πρόσωπο του – όχι ότι υπήρξε και ποτέ καθόλου – και μούτρωσε σαν να ετοιμαζόταν να θρηνήσει μια παλιά του αγάπη. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στον κιτρινισμένο από νικοτίνη και ξεθωριασμένα γέλια τοίχο. Προσπάθησε να στεναχωρηθεί κι άλλο, να στεναχωρηθεί όσο μπορούσε περισσότερο. Θα έπαιζε ένα τραγούδι στη μοναξιά του για να την τρομάξει, να φύγει, να χαθεί και το θλιμμένο του πρόσωπο έπρεπε να αγγίξει λέβελ Μαχαιρίτσα.
Τα πρώτα ακόρντα γνώριμα, έσκισαν τη σκοτεινιά του δωματίου με ένα ουρλιαχτό σιωπής.
«Είσαι το πιο λευκό χρώμα της σκέψης μου…». Η μοναξιά ταράχτηκε. «Όχι αυτό του είπε, όχι αυτό το τραγούδι. Παίξε όποιο άλλο θες». «…ένα παιδί που περπατάει με τα χέρια», συνέχισε εκείνος. Έντρομη η μοναξιά, άρχισε να ουρλιάζει, να τρέχει πανικόβλητη να ξεφύγει απ’ το φθηνό του διαμέρισμα.
Άκουσε την πόρτα να κλείνει με θόρυβο. Ήταν η δεύτερη φορά μέσα στην ίδια βδομάδα που μία πόρτα έκλεινε πίσω του, σ’ αυτό το κρύο δωμάτιο της δυτικής όχθης.
Ο Φίλιππος ένιωσε πιο μόνος από ποτέ. Τώρα που ήταν όλα πιο δύσκολα, τώρα τον άφησε και η μοναξιά.
Τι του είχε μείνει; Τι είχε να θυμάται απ’ το χθες του; Μόνο κάτι βράδια με παρέες, όμορφες κουβέντες, γεμάτα τσιγάρα και φθηνό αλκοόλ με τον Μπάμπη, την Ευσταθία, τον MC Yinka…
Η κιθάρα ξαφνικά του φάνηκε πολύ βαριά. Την ακούμπησε στο πάτωμα και σηκώθηκε.
Θυμήθηκε εκείνη που του ζητούσε να σταματήσει να είναι τόσο μελαγχολικός. Λες και στη ζωή υπάρχει άλλος δρόμος απ’ το να είσαι μίζερος και ρούχλας. Γέλασε με όσους αφελείς το πιστεύουν αυτό.
Φόρεσε την κοτσίδα του και βγήκε στον δρόμο να αναπνεύσει. Χάθηκε σε γνωστά στενά ακροβατώντας σαν παλιάτσος, τριγυρίζοντας σαν μπαμπούλας τη νύχτα.
Την έψαχνε…”