Δεν το λέμε εμείς, που ελάχιστα γνωρίζουμε άλλωστε από την σύγχρονη ισπανική λογοτεχνία. Η αξιολόγηση του υπότιτλου, ανήκει στην El Mundo και θα τη διαβάσεις στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Ενός βιβλίου που βραβεύτηκε το 2014 στην Ισπανία με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας.
Αν τα βάλεις κάτω και σκεφτείς τι έχει μεσολαβήσει τις δυόμιση αυτές δεκαετίες στην Ισπανία, θα δεις ότι η περίπτωση της ιβηρικής χώρας ελάχιστα διαφέρει από την Ελλάδα, τόσο σε οικονομικοπολιτικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Ταύτιση πρώτη για τον Έλληνα αναγνώστη.
Αν, όμως, πρέπει να εστιάσουμε σε έναν και μόνο παράγοντα που κάνει την ισπανική περίπτωση να ξεχωρίζει, αυτός θα ήταν ο δείκτης της ανεργίας. Ένας δείκτης που κυμαινόταν ανέκαθεν σε πολύ υψηλά επίπεδα, ακόμη και στα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης. Πόσο μάλλον μετά το ξέσπασμα αυτής.
Οι συνέπειες αυτής της κοινωνικής στρέβλωσης, προσαρμοσμένες στον μικρόκοσμο της Όλμπα, μιας επαρχιακής πόλης στα ανατολικά της χώρας, είναι αυτές που συγκροτούν τον άξονα του “Στην Άκρη του Γκρεμού” (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σε μετάφραση Βασιλικής Κνήτου). Η ανεργία στο επίκεντρο, λοιπόν, ενδεχομένως και να είναι το στοιχείο εκείνο που θα ιντριγκάρει ακόμη περισσότερο τον Έλληνα αναγνώστη, το στοιχείο που θα γεννήσει αναμφίβολα συνειρμούς. Ταύτιση δεύτερη και κυριότερη.
Κεντρικός ήρωας o ηλικιωμένος μικροαστός, Εστέμπαν. Ένα από τα πολλά θύματα των διακυμάνσεων του οικονομικού κύκλου κι αυτός, αναγκάστηκε να κλείσει το ξυλουργείο που του είχε κληροδοτήσει ο πατέρας του, καθώς οι συσσωρευμένες υποχρεώσεις ξεπερνούσαν την ισχνή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Έχοντας αφήσει στο δρόμο τους υπαλλήλους του, αναζητά τα αίτια που τον οδήγησαν σε αυτήν του την επιλογή, ενώ οι έντονες εσωτερικές αναζητήσεις καθ’όλη τη διάρκεια του βιβλίου, του αποδίδουν έναν διπλό ρόλο: αυτόν του θύτη και αυτόν του θύματος.
Θύμα των αριστερών ιδεών που κυριαρχούσαν στην οικογένειά του. Θύμα των προσωπικών του φιλοδοξιών (αν ποτέ υπήρξαν τέτοιες). Θύμα ενός αδίστακτου εργολάβου που αθέτησε την συμφωνία τους, ανοίγοντας έτσι το δρόμο προς το κράτος να προχωρήσει στην κατάσχεση του μικρού του ξυλουργείου.
Οι δαίμονες του Εστέμπαν δεν κυκλοφορούν μονάχα πέριξ κι εντός του ξυλουργείου. Πολλοί από αυτούς, έχουν εισβάλει και στην προσωπική του ζωή: Ένας πατέρας από τον οποίο έλαβε το ελάχιστο της πατρικής αγάπης και τον οποίο πλέον γηροκομεί, τη στιγμή που και ο ίδιος υπολείπεται φροντίδας. Τα αδέρφια του οι τυχοδιώκτες, διάσπαρτα σε διάφορες γωνιές της χώρας και του κόσμου. Μία σύντροφος, η Λεονόρ, που του γύρισε την πλάτη για να κυνηγήσει τα προσωπικά της όνειρα, αφήνοντας τον ίδιο μοναχό εφ’ όρου ζωής. Οι φίλοι, με τους οποίους οι κοινές εμπειρίες δεκαετιών, τίποτα στέρεο δεν έχουν δομήσει ώστε από αυτό να κρατηθεί. Οι απολυμένοι εργαζόμενοι στο ξυλουργείο, που στο πρόσωπό του βλέπουν ό,τι πιο βδελυρό υπάρχει.
Κι όμως ο Εστέμπαν δεν είναι ένας κακός τύπος. Ένας κυνικός πραγματιστής είναι που κοιτάζει πίσω τη ζωή του και ελάχιστα από όσα βλέπει του φέρνουν ικανοποίηση. Και ίσως το γεγονός αυτό να είναι η κινητήριος δύναμη που τον έχει οδηγήσει στις τελικές του αποφάσεις.
Μην περιμένεις να μάθεις εδώ μέσα περισσότερα γι’ αυτές. Σε περιμένουν, άλλωστε, υπομονετικά στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.