Ήμουνα καβάλα στην εθνική οδό κι η ώρα κόντευε επτά. Το κοντέρ ανέβαινε, τα λεπτά ανέβαιναν, ταχύτητα-χρόνος το σκορ ισόπαλο αλλά εμένα μ’ είχανε ζώσει τα φίδια. “Δεν θα προλάβω”. Ύστερα σκέφτηκα λίγο πιο ψύχραιμα. “Δεν μπορεί” είπα μέσα μου. “Θα ‘χει καθυστερήσεις. Πάντα έχει. Είναι γνωστό, αυτά τα ματς είναι αφιέρωμα στον Περίδη: μια φωτοβολίδα εδώ, πατήματα-πηδήματα-σπρωξίδια εκεί, έτσι γαμεί η Λεωφόρος, παραπέρα (κι ο Καραϊσκάκης, η Τούμπα, το Αλκαζάρ…)”. Έφτασα σπίτι στις οκτώ παρά είκοσι. Στο γήπεδο, μπάλα δεν είχε (ή μήπως όχι;).
Το ντέρμπι αναβλήθηκε ελέω Τζιχαντιστών. Ντόπιων, παραγωγή δικιά μας. Τώρα θα μου πεις, ποιος δεν έχει; Εδώ κοτζάμ Αγγλία που ‘ναι τα γήπεδα “εκκλησίες”, και κάθε τόσο κάπου θα μαζευτούνε τα “παιδιά” να παίξουν ερασιτεχνικά το Fight Club.
Fight Club, είπα; Αγγλία, είπα; Ντάξει ευκαιρία ζητάω. Κι αφού μπάλα (πάλι) δεν είδαμε το Σάββατο, ας ψάξουμε μαζί τα “γιατί” σε δυο ταινίες που έγιναν σημαία του κάθε οπαδού. Δυο ταινίες της πιο “επιτηρούμενης” χώρας του κόσμου…
Green Street Hooligans
Τα μισά γυμνάσια της Ελλάδας έγιναν West Ham ύστερα απ’ αυτό. Κι όλα τα πιτσιρίκια θέλησαν να ζήσουν για λίγο μια ελληνική βερσιόν της ζωής του Ματ (Ελάιζα Γουντ). Ο Ματ λοιπόν, ήταν ένας ολίγον φλώρος και τόσο πολύ Αμερικάνος σπουδαστής του Χάρβαρντ. Μέχρι που του τη στήσανε και τον απέβαλαν. Τι να κάνει, τα μάζεψε και πήγε στο Λονδίνο να μείνει με την αδερφή του, γνώρισε το γαμπρουδάκι της και μαζί μ’ αυτό… γνώρισε τη West Ham! Απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη! Ε, πολύ θέλει να γίνει το κακό; Κατέληξε το αμερικανάκι να σπάει κεφάλια για το χατήρι της GSE (Green Street Elite).
Τhe Football Factory
Εδώ τα πράγματα είναι λιγάκι διαφορετικά. Ο πρωταγωνιστής είναι Άγγλος όσο κι η Βασίλισσα, και είναι χωμένος εξ αρχής στα… ζόρια. Κι ο πραγματικός πρωταγωνιστής, είναι ο τίτλος της ταινίας. Το “εργοστάσιο του ποδοσφαίρου”. Εκεί που μπορεί να συναντήσεις κάθε καρυδιά και κυρίως κάθε καρύδι: κλέφτες, βαποράκια, ψυχάκηδες, νταήδες, ρατσιστές, παραισθήσεις, παιχνίδια εξουσίας, μπόλικο ξύλο εννοείται, κι όλα αυτά με την ομάδα… στον πάγκο! Το ποδόσφαιρο πια ούτε καν εκεί.
Η πλευρά του σινεμά
Ασυζητητί, κινηματογραφικά το Green Street Hooligans κερδίζει το ματς. 1-0 Είναι πιο σφιχτό, πιο δεμένο. 2-0 Οι συμπλοκές άψογα σκηνοθετημένες. 3-0 Έχει σωστή ατμόσφαιρα εγγλέζικης παμπ, λονδρέζικη αργκό, έχει όλα αυτά που κάνουν ακαταμάχητες τις βρόμικες αγγλικές ταινίες (ακόμη κι αν η ίδια, δεν είναι πια και τόσο βρόμικη). Αν σκεφτείς πως αυτό το καθάριο Over του το χάρισε… γυναίκα! ε, πώς να μην υποκλιθείς;
Η πλευρά του οπαδού
Πάνω σ’ αυτό, χρειάστηκε να κάνω (πώς το λέμε τώρα;)… Ρεπορτάζ! Πήρα λοιπόν τηλέφωνο ένα φιλαράκι απ’ το στρατό, τίμιο σινεφίλ και οργανωμένο με όνομα στην πιάτσα (αλλά όχι και στο άρθρο, προφανώς). Ήταν ξεκάθαρος. Football Factory! “To άλλο είναι για μαζική κατανάλωση, αμερικανιά” είπε. Το “εργοστάσιο” είναι πιο αληθινό, έχει μέσα πράγματα που υπάρχουν: κόκες, μικροκλεψιές, ρατσισμό, μπίζνες εκτός γηπέδου… Έτσι είπε ο φίλος, ποιος είμαι εγώ που θα διαφωνήσω;
Στο φινάλε, αν πρέπει να στηρίξω κάτι, θα είναι μάλλον το Football Factory. Είναι πιο τίμιο διάολε, δείχνει μια κατάσταση χωρίς να σε βάζει στο τρυπάκι της. Το Green Street έχει κάτι που απ’ την αρχή μου ‘κατσε στο λαιμό. Συνδέει (και όχι άθελά του) το χουλιγκανισμό με την αυτοπεποίθηση, τη φιλία, την παρέα και την αγάπη για την ομάδα. Συνδέει δηλαδή την ανάγκη ενός τύπου ν’ ανοίξει κεφάλια, μ’ όσα σε κάνουν ν’ αγαπάς το παιχνίδι.
Και μια που το συζητάμε, γιατί αλήθεια να θέλει αυτός ο τύπος τόσο πολύ ν’ ανοίξει τα κεφάλια; Μάλλον αυτή είναι τελικά η ερώτηση που έχει σημασία. Στην Αγγλία της αυστηρής νομοθεσίας και της “κάμερας παντού”, η βία δεν τους άφησε ποτέ. Το βρετανικό σινεμά είναι ξεκάθαρο: Οι Άγγλοι καθάρισαν το ποδοσφαιρικό “προϊόν” τους, στέλνοντας τις συμπλοκές λίγα μέτρα έξω απ’ το γήπεδο. Εμείς, που μέσα σε μια κοινωνία απαίδευτη και φανατισμένη ζητάμε απ’ το κράτος μόνο… να φτάσει “το μαχαίρι στο κόκκαλο”, μήπως ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε αν αρκεί αυτό για να πάψουν τα παιδιά μας να παίζουν με φωτιές και μαχαίρια;