Εδώ και μήνες έβλεπα όσους θεωρώ “ψαγμένους” στα social media να αποθεώνουν το “Γκιακ” του Δημοσθένη Παπαμάρκου και σκεφτόμουν: “χίπστερ υπερβολές όπως πριν 2-3 χρόνια με τους Κόρε Ύδρο”. Αλλά μετά λέω “για κάτσε. Εμένα μου άρεσαν οι Κόρε Ύδρο”. Οπότε πήρα το “Γκιακ” να το διαβάσω και “έφυγε” κυριολεκτικά μέσα σε ένα απόγευμα.
Πρόκειται για μία συλλογή 9 διηγημάτων που σε μεταφέρουν στην περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας, μέσα από τα μάτια όσων επέζησαν.
Και πρέπει να πούμε μια μεγάλη αλήθεια εδώ. Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος ΞΕΡΕΙ να γράφει διηγήματα.
Δεν πέφτει στην παγίδα πολλών σύγχρονων συγγραφέων όπου γι’ αυτούς διήγημα σημαίνει “αράδιασμα προσωπικών σκέψεων με άλλοθι μία μικρή και αδιάφορη ιστορια”. Εδώ ο συγγραφέας ξέρει να δομεί μία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, με κάθε του γραμμή να είναι to the point και να μη σπαταλάει ούτε λέξη. Και το ακόμα πιο σημαντικό: δεν στριμώχνει πληροφορίες μέσα σε λίγες σελίδες προκειμένου να προλάβει να πει ό,τι θέλει μέχρι να τελειώσει το διήγημα. Η έκταση και τα δεδομένα της ιστορίας, ταιριάζουν απολύτως αρμονικά μεταξύ τους.
Στο διήγημα ο συγγραφέας δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει τον αναγνώστη για λίγο και να τον ξαναβρεί μερικές σελίδες μετά, όταν ξαναγίνει ενδιαφέρουσα η ιστορία. Δεν πρέπει να τον κάνει να βαρεθεί ούτε ένα λεπτό και ο Παπαμάρκος είναι αναμφισβήτητα μάγος σ’ αυτό.
Χρησιμοποιεί την αρβανίτικη ντοπιολαλιά με σύνεση, χωρίς να κουράζει, σε αντίθεση πχ με τον Σωτήρη Δημητρίου στο “Να ακούω καλά το όνομά σου”, όπου χρειαζόσουν βοήθημα της ηπειρώτικης διαλέκτου για να το καταλάβεις (ένα κατά τ’ άλλα εξαιρετικό βιβλίο).
Οι ήρωες του Παπαμάρκου είναι στρατιώτες από αρβανιτοχώρια της Στερεάς Ελλάδας και είναι όπως ακριβώς τους φανταζόμαστε σήμερα λόγω των παππούδων μας: απλοϊκοί, αγράμματοι και χωρίς βάθος σκέψης. Οι 20άρηδες του 1922 ήταν πιόνια σε έναν δυσνόητο γι’ αυτούς πόλεμο, από τον οποίο δεν κέρδισαν ποτέ τιμή και σεβασμό ακόμα και ανάμεσα στους συγχωριανούς τους. Έναν πόλεμο που τους στιγμάτισε σωματικά και ψυχικά για όλην τους τη ζωή.
Ο Παπαμάρκος ψυχογραφεί σε βάθος τους βετεράνους πολέμου και σε “βάζει” στην πραγματικότητα της εποχής – από τις προκαταλήψεις των θεοσεβούμενων έως τους ληστές των βουνών – με έναν εντελώς φυσικό τρόπο, σαν να τα έχεις ζήσει κι εσύ ο ίδιος.
Θα μπορούσα να γράφω μέχρι αύριο γι’ αυτήν τη συλλογή διηγημάτων, αλλά νομίζω ότι ειπώθηκαν ήδη αρκετά. Είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο.