“Το Σάββατο το απόβραδο κινήσαμε παρέα με τον Γιάννη τον Μπακιόρη, παλιό γανωματή και τον Μήτσο τον Ζεύγουλα, ψαρά από τους λίγους, που του’χει τσακίσει το καραβόσκοινο την παλάμη, να δούμε τη νέα ταινία του Τζέιμς Μποντ.

Σταθήκαμε σε έναν καφενέ στην Δεκελείας να πιούμε πρώτα άγιο ούζο και να φάμε δυο δράμια τυρί με αρμυρωμένη σαρδέλα.

Τι τα’θελα όμως; Χαμοπούλια οι θύμησες, άρχισαν να πετούν μέσα στο μυαλό μου…

Θυμήθηκα τότε το ’62, που’χαμε πάει μαζί με τον Μάνο τον Λοΐζο και τα κορίτσια αγκαλιά να δούμε το «Τζέιμς Μποντ εναντίον Δόκτορος Νο». Δυο φράγκα τότε η γκαζόζα και το κορίτσι απ’ το χέρι, να μοσχοβολούν τα φιλιά μαζί με τις πασχαλιές.

«Μάνο» του λέω κάποια στιγμή, «τι είναι αυτός ο πράκτορας; Δεν τον ξέρω». «Ηρέμησε Λευθέρη», μου λέει έτσι τραχύς και αποκαμωμένος απ’ το περπάτημα. «Έχω διαβάσει το βιβλίο. Είναι καλό».

Με είδαν όμως τα παιδιά έτσι που ταξίδευα και σαν τελείωσε το ούζο, φωνάξανε τον κάπελα, να πληρώσουμε να φύγουμε.

 “Άιντε, πάμε, γιατί έτσι που αρμενίζεις εσύ στα όνειρά σου, θα χάσουμε την αρχή”, μου κάνουν.

Ο σινεμάς γεμάτος. Φασαρία οι γερόντοι, γέλια και σαματάς απ’ τους πιτσιρικάδες, μυρωδιές από πασατέμπος και ντορίτος στον αέρα.

Η μουσική της εισαγωγής τους ησύχασε όλους, σαν βράδινο σιωπητήριο σε στρατώνα από χρόνια έρημο και παρατημένο.

Παλιό πρόσωπο ο Τζέιμς, γνώριμο, σκαμένο απ’τις στεναχώριες και τους κόπους, τόσα χρόνια να τα βάζει με θεούς και δαιμόνους. Όπως μου’χε πει μια βραδιά στην Αριστοτέλους ο Κώστας ο Λαλιώτης «ό,τι του’ χει γραμμένο η μοίρα του καθενού». Έτσι και ο Τζέιμς. Του το’χει φαίνεται γραμμένο η ζωή η πλανεύτρα να παλεύει με τα θεριά.

Αλλά τι να λέμε βρε παιδιά. Δεν ήταν όπως τα παλιά τα Τζέιμς Μποντ αυτό, σαν τα δικά μας, αυτά με τον Σιν Κόνερι. Σαν να λες στον Αραβίδη «παίξε σαν τον Μίμη τον Παπαϊωαννου», έτσι μου φαινόταν αυτός ο Ντάνιελ Γκρεκ.

Αλλά αχ αυτή η Μόνικα… Μου θύμισε τη ζωντοχήρα τη Λενιώ που για δυο κρεμμύδια και μια οκά δυόσμο, κλεινόταν με τον μανάβη τον Μπουχώρη με τις ώρες στην κάμαρή της. Και δώστου τότε λόγια η γειτονιά, μέχρι που την διώξανε την κακομοίρα και τριγυρνούσε σαν στοιχειό, πριν την μαζέψει το κάρο του δήμου τον χειμώνα του ’42.

Δροσερό και απάνεμο κορίτσι η Λέα Σεϊντού, ξέρει να γλεντάει τα νιάτα στα γιομάτα. Μας πλάνεψε και χάσαμε τα λόγια μας, νομίζαμε ότι ακούγαμε τους αγγέλους να φτερουγίζουν έτσι λευκή και απαλή που ήταν.

Δεν μετανιώσαμε στιγμή για τις δεκάρες που δώσαμε, σαν γάργαρο νεράκι κύλησε η ώρα. 

Καλό το “Σπεκτρ”, αλλά σαν τον “Ντόκτορ Νο”, δεν ήταν. Να τα λέμε όλα.

Στο γυρισμό, τσιγάρο, κομπολόι και κουβέντα αντρίκια για την ταινία. Αλλά εμένα το μυαλό μου φτερούγιζε ακόμη στο ’62.

Θυμάμαι τότε φεύγοντας απ’ το σινεμαδάκι, χαράξαμε με το κορίτσι στα δέντρα τα ασβεστωμένα, τα αρχικά μας και χωρίσαμε, αυτή για Κρεμμυδαρού, εγώ για Κοκκινιά με ένα χαμόγελο και μια υπόσχεση ότι θα ανταμώναμε σύντομα. Όμως αλίμονο, δεν ξανάδα τα φρύδια της τα τοξοτά. Η μάνα της, μια Σμυρνιά πονηρή και λογού, την έστειλε στη Σαλονίκη να παντρευτεί τον γιο ενός Σαλεπιτζή, που την έδερνε και την χτυπούσε όποτε έχανε στην τσόχα. Και εγώ να περνώ και να κοιτώ τα παραθύρια αμπαρωμένα ωσότου να την ξεχάσω.

Κάποια βραδιά, θα πάρω τον Σπυράκο τον Παπαδόπουλο και αφού μεθύσουμε με αυτό το παλιόκρασο της μιας δραχμής που μας φιλεύουν στην εκπομπή του, θα κατέβω ξανά στην Κρεμμυδαρού να ψάξω για τα παραθύρια της. Και ίσως σκαρώσω και κάποιο στιχάκι, πάνω στα καρέλια κασετίνα, όπως τότε. Ποιος ξέρει”…

 

*Το κείμενο αυτό γράφτηκε από εμάς για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο με πολλή αγάπη κι εκτίμηση.