Ας το ξεκινήσουμε σαν παραμύθι:
“Μια φορά κι έναν καιρό, στα μέσα του 19ου αιώνα περίπου, νοτιοδυτικά της διασταύρωσης Ιεράς Οδού και Πειραιώς ξεφύτρωσε το Γκαζοχώρι. Ένα αστικό χωριό που πήρε το όνομά του από το εργοστάσιο φωταερίου που εγκαταστάθηκε στην περιοχή το 1857. Γύρω από αυτό ήταν που συγκεντρώθηκαν άνθρωποι μεροκαματιάρηδες χτίζοντας τα χαμόσπιτα και τον μικρόκοσμό τους.
Για περισσότερο από έναν αιώνα, το Γκαζοχώρι ζούσε στους βιομηχανικούς ρυθμούς που επέβαλε το εργοστάσιο, ενώ στην επικράτειά του συγκεντρώνονταν οίκοι ανοχής, μια λαχαναγορά, συνεργεία αυτοκινήτων, βιοτεχνίες, βιομηχανικές εγκαταστάσεις κι ορισμένα διάσπαρτα καφενεία.
Μέχρι που φτάσαμε στο 1984. Το εργοστάσιο έκλεισε και το χωριό έπρεπε να βρει το νέο του ρόλο στο αστικό γίγνεσθαι.
Ήρθε, λοιπόν, το κράτος και πήρε από το χέρι το Γκαζοχώρι. “Θα σου δώσω νέο όνομα“, είπε και το βάφτισε Γκάζι. Συνέταξε μάλιστα ένα Ρυθμιστικό (1984) κι ένα Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (1988) για να αναβαθμίσει την περιοχή, ευελπιστώντας πως έτσι θα μετατραπεί σε “πολιτιστική κυψέλη”, αλλά και σε μία βιώσιμη επιλογή για όλους εκείνους που θα την επέλεγαν ώστε να χτίσουνε εκεί τη μόνιμη τους κατοικία. Ο αιώνας έφυγε, η νέα χιλιετία μπήκε και το δύσμοιρο το κράτος δεν είδε τις φιλοδοξίες του για την περιοχή να παίρνουν σάρκα και οστά. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά έρχονταν και Ολυμπιακοί Αγώνες… Το συγκεκριμένο μέρος έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει βιτρινάτο, προκειμένου να έρχονται οι ξένοι στη σκιά της Ακρόπολης και να απολαμβάνουν τη νεοελληνική έκδοση του Soho.
Κάτι η μετατροπή του πρώην εργοστασίου σε αυτό που σήμερα απολαμβάνουμε ως Τεχνόπολη, κάτι η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων που ένωσε το Γκάζι με το Θησείο και το Μοναστηράκι μέσω της πεζοδρομημένης νότιας Ερμού, κάτι η τροποποίηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου το 2004, κάτι τα εγκαίνια του σταθμού Κεραμεικός το 2007, η περιοχή κατάφερε να αποκτήσει πνοή. Γρήγορα-γρήγορα άρχισαν να ξεπηδούν μπαράκια, καφέ και εστιατόρια δίπλα από εμπορικά καταστήματα, γραφεία, θέατρα. Το Γκάζι φάνταζε πια ως το πλέον promising spot της πόλης, στο οποίο δεν στρέφονταν μονάχα η gay κοινότητα -το έκανε χρόνια πολλά προτού το ανακαλύψουν οι υπόλοιποι- αλλά ολόκληρη η ανθρωπογεωγραφία της πρωτεύουσας. Εκεί, στη σκιά της αρχαίας κοσμόμπολης, χτυπούσε πιο έντονα από ποτέ η καρδιά μιας υπερ-μοντέρνας πλέον συνοικίας η οποία πήρε τα σκήπτρα της νυχτερινής διασκέδασης από τον ξεπεσμένο Ψυρρή κι ανάγκαζε ακόμη και τους New York Times της εποχής να ασχοληθούν με τη μικροπερίπτωσή της.
“Και από σπίτια; Τι έγινε με τα σπίτια; Ήρθαν στην περιοχή νέοι κάτοικοι;“, διακόπτει τη ροή του παραμυθιού το πιτσιρίκι.
“Ήρθαν και νέα σπίτια αλλά σε αυτά δεν έβλεπες να γίνεται η παραδοσιακή χρήση. Δεν ήταν οι οικογένειες αυτές που προτιμούσαν το Γκάζι, αλλά οι νεομποέμηδες και οι καλλιτέχν(άδ)ες, που αντικαθιστούσαν μεν τον νεφελώδη αέρα της πρώην υποβαθμισμένης περιοχής με έναν ανανεωτικό αέρα, αλλά δεν προσέδιδαν μαζικό χαρακτήρα στον ποθούμενο εποικισμό. Και δεν ήταν μόνο τα ανεξέλεγκτα ντεσιμπέλ από τα μαγαζιά της πλατείας ή η οχλοκρατική συμπεριφορά των θαμώνων τους που αποθάρρυναν τους επίδοξους κατοίκους.
Ήταν και ο οικιστικός αχταρμάς που στοίβαζε σε μερικά οικοδομικά τετράγωνα μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Πειραιώς, από φουτουριστικά λοφτ (η τιμή των οποίων χτυπούσε ταβάνι στα 3 – 5.000€ / τ.μ, τη στιγμή που σήμερα μπορείς να βρεις ανάλογο διαμέρισμα με 1.800€ / τ.μ), έως εγκαταλελειμμένα νεοκλασικά, ογκώδεις μεταπολεμικές πολυκατοικίες, χαμόσπιτα και ανεκμετάλλευτα οικόπεδα γεμάτα μπάζα. Το προχειροφτιαγμένο ψηφιδωτό μιας περιοχής που αναζητούσε μανιωδώς -αλλά χωρίς επιτυχία- ταυτότητα, συμπλήρωναν αποθήκες, βιοτεχνίες, Studios, συνεργεία αυτοκινήτων, φαναρτζίδικα…
“Gentrification“. Έτσι ονομάζουν τον εξευγενισμό μιας κατά τ’ άλλα παρακμιακής ή γκετοποιημένης περιοχής και τη μετάλλαξή της σε πρότυπο οικιστικής αναβάθμισης μέσω της εισροής ιδιωτικών κεφαλαίων. Το εγχείρημα πέτυχε σε πολλές μητροπόλεις ανά τον κόσμο όπως στο Shoreditch του Λονδίνου, το High Line Park της Νέας Υόρκης, το Le Marais στο Παρίσι.
Στην περίπτωση της Αθήνας και του Γκαζιού, τα βασικά εργαλεία για να επιτευχθεί ο εξευγενισμός (η Τέχνη δηλαδή και η Διασκέδαση), αφού έφεραν εις πέρας τη βρώμικη δουλειά να “καθαρίσουν” την περιοχή, έδωσαν τη σκυτάλη της εκμετάλλευσης στο αδηφάγο real estate που εκτίναξε στα ύψη τις τιμές των ακινήτων. Η λαιμαργία του τελευταίου, ωστόσο, φαίνεται πως αρχίζει πλέον να καταλαγιάζει. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που καταλάγιασε και η κρατική μέριμνα για το αλλοτινό Γκαζοχώρι που “φούσκωσε” τόσο απότομα όσο και πρόχειρα.
Και το ερώτημα που γεννιέται αφορά αν μη τι άλλο το μέλλον της περιοχής. Απευθυνθήκαμε για την απάντηση σε έναν από τους πλέον έμπειρους κι αναγνωρισμένους Αθηναιογράφους της εποχής μας, τον δημοσιογράφο της Καθημερινής, Νίκο Βατόπουλο.
“Το ενδιαφέρον που προκάλεσε το Γκάζι με σημείο αναφοράς τη σημερινή Τεχνόπολη προέρχεται από τις βαθιές μεταβολές στην εσωτερική γεωγραφία της Αθήνας μετά το 1990. Εκείνη την εποχή είχε ολοκληρωθεί ένας μεγάλος ιστορικός κύκλος για τις αστικές γειτονιές της Αθήνας, τα προάστια είχαν αυτονομηθεί, το Κολωνάκι παρουσίαζε σημάδια κόπωσης και μία νέα γενιά Αθηναίων και μετοίκων ζητούσε να διαρρήξει τους παλιούς κώδικες της πόλης.
Αυτή η διαδικασία υπήρξε γοργή και το παράδειγμα του Ψυρρή έρχεται πρώτα στο νου όταν δημιούργησε, με όλα τα θετικά και αρνητικά, έναν νέο έκκεντρο πόλο ψυχαγωγίας. Η ανάδυση του Ψυρρή, αρχικά, υπαγορεύτηκε από την ζήτηση για νέους χώρους και την ενθάρρυνση των μικροεπενδυτών.
Αλλά γρήγορα, η γεωγραφία της Αθήνας προκάλεσε το spillover effect, και το Γκάζι (όπως και το φιλόδοξο τότε σχέδιο για την Πειραιώς) έγινε το νέο κέντρο ψυχαγωγίας. Αν του Ψυρρή ήταν νεο-παραδοσιακό, το Γκάζι ήταν μητροπολιτικό. Τουλάχιστον σε μια πρώτη ανάγνωση.
Σήμερα, το Γκάζι μας δείχνει ότι είχε υπερεκτιμηθεί. Η προσπάθεια εμφύτευσης της κουλτούρας των λοφτ, της μετροσέξουαλ αισθητικής του 2000 και της πρόσμειξης του πληθυσμού, προχώρησε ως ένα βαθμό αλλά δεν ολοκληρώθηκε. Το Γκάζι παρουσιάζεται σήμερα ημιτελές και αμήχανο. Η συνύπαρξη των χαμηλών σπιτιών των εργατών με όσες πολυκατοικίες, στη γνωστή αισθητική της μετα-πολυκατοικίας, πρόλαβαν να χτιστούν, παραμένει προβληματική μέσα σε ένα περιβάλλον γενικευμένης αναρχίας. Παρά ταύτα, το Γκάζι πέτυχε να γίνει προορισμός και αυτό δεν είναι λίγο. Θεωρώ ότι στο μέλλον, αν ενθαρρυνθεί η επιχειρηματικότητα, θα δει καλύτερες μέρες. Το παρόν όμως δεν ενθουσιάζει ούτε εμπνέει. Το πείραμα Γκάζι έμεινε μετέωρο.”