Απογευματάκι, γυρίζω από το γραφείο, μπαίνω μετρό στην Δουκίσσης Πλακεντίας. Κάθομαι στη θέση μου, ανοίγω βιβλίο. Μέχρι να τακτοποιήσω τον σελιδοδείκτη, προλαβαίνω να ρίξω ένα βλέφαρο σε έναν κύριο 35-40 χρονών που καθόταν ακριβώς απεναντί μου. Χαλαρός και casual ντυμένος, με βλέμμα ήρεμο και συγκεντρωμένο κάπου στο βάθος, ντουγρού ευθεία. Στη διπλανή του θέση, ακουμπισμένο ένα βιβλίο. Όλες οι άλλες θέσεις στην τετράδα των καθισμάτων μας, πιασμένες. Το αυτό και στην δίπλα τετράδα.

Ξεκινάμε. Στο Χαλάνδρι δεν μπαίνει κανείς, αλλά στην Αγία Παρασκευή γίνεται (παραδόξως) ένα μικρό ντου. Μια νεαρή κοπέλα έρχεται προς το μέρος μας και ετοιμάζεται να κάτσει στην αδειανή θέση, εκεί όπου είχε ακουμπήσει ο επιβάτης-πρωταγωνιστής το βιβλίο του. “Δεν μπορείς να κάτσεις“, της λέει σχεδόν ανέκφραστος. Το αρχικό σκάλωμα της κοπέλας, διαδέχεται η φυσιολογική της ερώτηση: “Γιατί δεν μπορώ να κάτσω;“. “Περιμένω έναν συνάδελφο…“, της λέει ορθά-κοφτά. Η κοπέλα τον κοιτάζει σαστισμένη και αποσύρεται απορρημένη στη γωνία του βαγονιού μονολογώντας: “Κοίτα να δεις που σε λίγο θα κάνουμε και κράτηση στο μετρό…“. Της κάνω νόημα να έρθει να κάτσει στη θέση μου, αλλά εκείνη αρνείται ευγενικά και μένει να διαβάζει όρθια το βιβλίο που μόλις έχει βγάλει από την τσάντα της.

Επόμενη στάση, ξανά μανά τα ίδια. Αυτή τη φορά, η ασιάτισσα που… τολμά να κάτσει δίπλα στην τυπάρα, δέχεται μεν την ίδια αποστομωτική απάντηση, ωστόσο αντιδρά πιο ήρεμα και δέχεται στωικά την παραξενιά του συνεπιβάτη της. Της παραχωρώ τη θέση μου, δέχεται, ο συρμός συνεχίζει το ταξίδι του.

Οι υπόλοποι συνεπιβάτες αρχίζουν να απορούν με τη συμπεριφορά του “βιβλιοφιλικού” επιβάτη, όμως αυτός ατάραχος, δεν χαμπαριάζει και συνεχίζει να μοιράζει “άκυρα” στον κοσμάκη που πάει να κάτσει δίπλα του, με την ίδια φυσικότητα που μοιράζει ασίστ ο Σπανούλης στον Ντάνστον. Έχουμε ήδη διανύσει καμιά δεκαριά στάσεις και κανείς ακόμη δεν έχει καταφέρει να κατακτήσει την πολυπόθητη κενή(!) θέση. Κι αυτός ο δόλιος ο συνάδελφος, δεν λέει να φανεί…

Με τα πολλά, φτάνουμε Μοναστηράκι. Εγώ, όρθιος εδώ και ώρα δίπλα από την πόρτα, συζητώ με έναν άντρα 65-70 χρονών -θύμα κι αυτός του τύπου με το βιβλίο- για όλα όσα απίθανα βλέπουν τα μάτια μας. Έλα, όμως, που δεν τα είχαμε δει ακόμη όλα…

Οι πόρτες ανοίγουν, ο κόσμος αρχίζει να ξεχύνεται στην αποβάθρα κι ο πρωταγωνιστής μας σηκώνεται καμαρωτός με το βιβλίο του παραμάσχαλα και βγαίνει κι αυτός με τη σειρά του από το βαγόνι… Σε όλες αυτές τις 13 (τουλάχιστον) στάσεις, η τυπάρα με συνεργό ένα αθώο βιβλίο κατάφερε να κρατήσει σε… απόσταση μια ντουζίνα “περίεργους” που είχαν το θράσσος να επιχειρήσουν να κάτσουν δίπλα του και έβγαλε όλη τη διαδρομή κύριος, ανίδρωτος κι ατσαλάκωτος.

Και το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής (και κάπου εδώ, θα χρειαστώ τη βοηθειά σας για να βγάλω άκρη): Τι ήθελε να πει ο (αντικοινωνικός) ποιητής με τη στάση του; Τι έπαιζε με την πάρτη του; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στο περιεχόμενο του βιβλίου που διάβαζε. Πάμε να δούμε μερικές πιθανές περιπτώσεις;

 

 

 

ΥΓ: Για να μην έχουμε παρεξηγήσεις, οφείλω πρώτα από όλα να ξεκαθαρίσω το εξής: ο πρωταγωνιστής της φωτογραφίας δεν είναι ο ίδιος με τον πρωταγωνιστή της ιστορίας μου, αλλά ένα remake που σκηνοθέτησα με τον Μπόβολο (ναι, έχει “μπιφτέκι” αλλά δεν φταίει αυτός). Θα ήταν αδιανόητο, άλλωστε, να μην “ντυθεί” αυτό το θέμα με το ανάλογο φωτογραφικό concept.