«…Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου και το αίμα μου – το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου, ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονών, απ’ το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα, που ‘μαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα όσα να φτιάχνουν τη λέξη «Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α» και που σαν σήμερα, 2 του Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά και σαν σήμερα ακριβώς, 2 του Μάρτη, μέρα Σάββατο – μην το ξεχάστε, σύντροφοι – στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα και 3 πρώτα λεπτά, γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα ματωμένα γόνατα της πλάσης. Δέκα ώρες είναι πάρα πολλές για όλα όταν έχεις ένα ντουφέκι, κάμποσες σφαίρες και το δίκιο με το μέρος σου, όταν έχεις δικά σου 29 χρόνια και μπορείς να τα διαθέσεις μόνος σου, όταν έχεις τον θάνατο σου δικό σου.
Γεια σας… Όλο σας αποχαιρετώ κι ακόμα μένω. Ναι, η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας είναι η απόφαση του θανάτου μας, όταν υπάρχει κάποια διέξοδος, όταν μπορείς και να τον αποφύγεις, και συ τον διαλέγεις σαν τιμή και σα χρέος για τους άλλους, πιο πέρα απ’ τις ανάγκες σου. Όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή του νικάει και το θάνατο. Το ‘μαθα…»…
Κάπως έτσι ο Γιάννης Ρίτσος, συγκλονισμένος απ το χαμό του ήρωα της Κύπρου –ή μάλλον και άλλου ήρωα της Κύπρου- γράφει έναν ακόμα συγκλονιστικό, σπαρακτικό Επιτάφιο, τον «Αποχαιρετισμό» στον Γρηγόρη Αυξεντίου. Είναι 3 Μαρτίου 1957. Στην Κύπρο ο ελληνισμός δίνει αγώνα μέχρι εσχάτων εναντία στη βρετανική κατοχή με όνειρο και στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Μόλις 29 χρόνων, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, υπαρχηγός της ΕΟΚΑ, μετά από προδοσία, όπως γίνεται πάντα, περικυκλώνεται στο κρησφύγετο του, από αποφασισμένους βρετανούς στρατιώτες. Λέει στους συναγωνιστές του παραδοθούν. Μένει μόνος και συνεχίζει να πολεμάει μόνος του! Μέχρι το τέλος! Μέχρι την στιγμή που οι Βρετανοί, με βοήθεια ελικοπτέρου, τον καίνε ζωντανό! Το ‘ξερε! Προσφέρθηκε σαν Ιφιγένεια! Διάλεξε! Την ελευθερία! Τις αρχές του! Την Ελλάδα!
Ανάμεσα σε όλα αυτά που μοιάζουν ημερομηνίες στις βιογραφίες, κρύβεται η ουσία του ανθρώπου πριν τον ήρωα. Η γέννηση του, στις 22 Φεβρουαρίου του 1928, σε ένα χωριό που το λένε Λύση, ανάμεσα σε Λευκωσία και Αμμόχωστο. Ο πατέρας, ο Πιερής, που 29 χρόνια αργότερα θα αναγνωρίσει το μωρό του, άντρα πια, απ’ το κωσταντινάτο που του χει καρφώσει στο ρουχαλάκι του, η μάνα Αντωνία που το μέλλον της χρωστούσε τη μεγαλύτερη πίκρα και την μοιραία περηφάνια, και η μικρότερη χαϊδεμένη αδελφή, η Χρυστάλα. Στρατός στην Ελλάδα, ταξίδια, όνειρα για σπουδές. Ε.Ο.Κ.Α. δηλαδή Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών. Είναι πια ο «Ζήδρος», ο «Ρήγας», ο «Αίαντας», ο «Άρης», ο «Μάστρος», ο «Ανταίος» και ο «Ζώτος». Θα γίνει υπαρχηγός της Ε.Ο.Κ.Α. Καταφύγιο στα βουνά και σε απομονωμένες ρεματιές. Οι Άγγλοι τον επικηρύσσουν για 250 λίρες. Κρυφός ο γάμος του με την Βασιλική του, νύχτα χωρίς αστέρια, στο μοναστήρι της Αχειροποιήτου. 10 Ιουνίου 1955. Φιλιά και όρκοι στο σκοτάδι. Έρχονται οι Άγγλοι, εκεί, απρόσκλητοι στο γάμο, με όπλα γύρω απ’ τον περίβολο. Καλογεράκι ντυμένος θα το σκάσει.
Στις 3 Μαρτίου του 1957, ελληνική είναι η προδοσία! Οι Άγγλοι μαθαίνουν το κρησφύγετό στο Μαχαιρά. Αυτοκίνητα και ελικόπτερα και στρατός πολύς. Ρίχνουν βενζίνη στο κρησφύγετο και τον καίνε ζωντανό! Έβρεχε πολύ, λένε. Και κοντά εννιά ώρες πολέμαγε ο Αυξεντίου το στρατό τον εγγλέζικο. 1000 σφαίρες έριξε. 47 στρατιώτες Άγγλοι έπεσαν νεκροί. Μετά έγινε ήρωας, θρύλος, τραγούδια, ποίηση και εκείνη η βουβή απορία, πως είναι 29 χρονών να περιμένεις τον θάνατο για την πατρίδα, τι να σκέφτεσαι και από τι υλικό ατσάλινο να ‘σαι φτιαγμένος;
Ο Γιάννης Ρίτσος διαβάζει ο ίδιος το ποίημα του Αποχαιρετισμός, για τον Γρηγόρη Αυξεντίου:
Η Μαρινέλλα και ο Γιώργος Θεοφάνους κάναν τραγούδι τα λόγια της μάνας του Γρηγόρη Αυξεντίου όσο τον αποχαιρετούσε, με ένα αντίο γενναιότητας και σπαραγμού:
Ο «Αποχαιρετισμός» του Γιάννη Ρίτσου μελοποιημένος απ τον Μάριο Τόκα:
Λέξεις του Νίκου Καζαντζάκη μελοποιημένες ως τραγούδι των Γρηγόρη Αυξεντίου, Αθανασίου Διάκου:
Τα όμορφα παιδιά του δημοτικού σχολείου Αγίας Βαρβάρας, τραγουδούν για τον Γρηγόρη Αυξεντίου: